Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

ΜΙΑ ΚΑΣΣΕΤΑ DENON ΕΞΗΝΤΑΡΑ (Με αφορμή τον Ρασούλη)



Ήταν ένα ενιαίο κτήριο που είχε, μεταξύ άλλων, και 3 πτέρυγες δωματίων, στα οποία κοιμούνταν τα παιδιά, δύο ορόφων η καθεμιά, επτά δωμάτια ο κάθε όροφος, τρία κρεββάτια το κάθε δωμάτιο. Στη δεύτερη πτέρυγα, στο πέμπτο δωμάτιο από κάτω, κοιμόταν ο Γιώργος, ένα παιδί ήσυχο και καλό, τρία χρόνια πιο μεγάλος από μένα, Πρώτη Λυκείου (Τεχνικό) αυτός, Πρώτη Γυμνασίου εγώ. Ασχολιόταν μανιωδώς με την Ενόργανη και το Μπάσκετ, εκείνο όμως που έκανε μανιωδέστερα ήταν να σφυρίζει όλη την ώρα και μ’ όλους τους τρόπους, με ή χωρίς δάχτυλα και με καθένα απ’ τα δάχτυλα και των δυο χεριών του, δυνατά και κάθαρα, σε σωστούς τόνους, λες κι ήταν βιρτουόζος κάποιου πνευστού οργάνου. Στο ίδιο δωμάτιο με τον Γιώργο κοιμόταν ο Μπάμπης και ο Τάκης, καλά παιδιά κι αυτοί, κολλητοί του Γιώργου, πιο μεγάλοι κι από μένα κι απ’ αυτόν.

Είχαν μαζέψει, λοιπόν, οι τρεις τους κάποια χρήματα απ’ το χαρτζιλίκι τους, γύρω στις πέντε χιλιάδες δραχμές, όχι τίποτα σπουδαίο δηλαδή ούτε και για τότε, γι’ αυτούς όμως και για όλους μας ήταν οικονομίες ενός χρόνου. Αρχικά ήθελαν ν’ αγοράσουν πλαστικές ρακέτες του πινγκ-πονγκ, μετά όμως αποφάσισαν, κι αγόρασαν εν τέλει, ένα κασσετόφωνο του ρεύματος, μεγάλο, που έπαιρνε και δώδεκα μπαταρίες απ' τις μεγάλες (κι ακριβές).


Κάθε βράδυ, αν δεν είχε μπάλλα η τηλεόραση (και ’κείνα τα χρόνια μπάλλα είχε κάθε δυο ’βδομάδες περίπου, κι όχι και πάντα) μαζευόμασταν στο δωμάτιό τους, μετά το βραδινό φαγητό, γύρω στις οκτώμισι, εγώ κι ο Μήτσος κι ο Κώστας κι ο άλλος ο Κώστας, ο μικρός, κι αυτοί του δωματίου, και φορές και κάποια άλλα παιδιά, όπως τύχαινε, συνήθως όμως εμείς οι επτά, κι ακούγαμε κασσέτες. Εκείνα τα χρόνια, αρχές της δεκαετίας του ’80, είχαν κάνει μεγάλη επιτυχία Τα Παιδιά Από Την Πάτρα (όχι απλώς μεγάλη, τεράστια, θα έλεγα, - δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη τόσο μεγάλη και διαρκή επιτυχία εκείνη την εποχή, κι ας λένε οι «ειδικοί» ό,τι θέλουν…), με τον πρώτο δίσκο τους, το «Αφιερωμένο Εξαιρετικά», νομίζω, με διασκευές παλιών λαϊκών τραγουδιών, με όλα τα τραγούδια του δίσκου και ιδίως με το «Δεν Θέλω τη Συμπόνοια Κανενός» του Άκη Πάνου. Πού και πού, ακούγαμε και τίποτ’ άλλο, κανέναν Ζαγοραίο («Σε πλάνεψε η Ντόλτσε Βίτα, αυτή που λεν ζωή γλυκειά»), κανέναν Νταλάρα («Να ’τανε το ’21»), κάποιες φορές Πουλόπουλο («Το άγαλμα κ.λπ.) και, κυρίως, Καζαντζίδη («Το ψωμί της Ξενιτειάς», «Υπάρχω» κ.λπ.). Σπάνια, πολύ σπάνια δηλαδή, βάζαμε και μια κασσέτα με «ξένα», κάποια disco κομμάτια απ’ τους Abba και τους Boney M, συνήθως.

Έτσι περνούσαν τα βράδια μας, μ’ αυτήν την παρέα και μ’ αυτά τα τραγούδια. Κάποιες όμως φορές, όταν οι πιο μεγάλοι της παρέας (που απαφάσιζαν κιόλας για το τι θ’ ακούσουμε) έφευγαν για σαββατοκύριακο ή έβγαιναν για καφέ ή πήγαιναν στην προπόνηση του Εορδαϊκού, και μένανμε μόνοι μας εμείς οι μικροί με τον Γιώργο, αυτός, ο πιο μεγάλος κι αποφασίζων πια, έβγαζε μια άλλη κασσέτα που δεν άκουγαν οι άλλοι, denon, εξηντάρα, που έγραφε «Παπάζογλου» από τη μια πλευρά και «Δήθεν» απ’ την άλλη και που περιείχε τα τραγούδια που συνήθως σφύριζε καθημερινά, όλη την ώρα ο Γιώργος. Κι έβαζε την κασσέτα στο κασσετόφωνο κι ακούγαμε αυτά τα τραγούδια, τα λαϊκά, που μετά τα μάθαμε και τα τραγουδούσαμε όλοι μαζί, και κάποια τα χορεύαμε, κι άλλος έκανε πως παίζει μπουζούκι, άλλος τύμπανα κι άλλος κιθάρα, κι όλοι διασκεδάζαμε κι ήμαστε χαρούμενοι και λαμπεροί. Και στον Γιώργο άρεσε πολύ το «Κυρ-διευθυντά των δίσκων», ιδίως το σημείο που λέει «να μ’ ακούσει να με νοιώσει, το μυαλό της να διορθώσει» κι ακόμη περισσότερο το «Το πολύ το πήγαιν’-έλα την ανάβει την κοπέλα, το πολύ το νάνι-νάνι κάνει το παιδί χαϊβάνι» και σ’ εμένα το «Από τη γυναίκα ούτ’ ένα καλό δεν είδα, μα – πίστεψέ με- είν’ η μόνη μου ελπίδα» και σ’ όλους μας, βέβαια, το «Νοιώθω ποια είσαι ότα λες το σ’ αγαπώ». Μικροί ήμασταν, αυτά μας άρεσαν τότε, απ’ την κασσέτα που, όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων, περιείχε απ’ τη μια πλευρά την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» κι απ’ την άλλη «Τα Δήθεν».


Κι ύστερα, τα χρόνια πέρασαν, οι μεγάλοι τέλειωσαν το Λύκειο και έφυγαν, κι εγώ πήγαινα πια στο Λύκειο, κι είχα κι άλλα ακούσματα, σχετικά και άσχετα, πάντα όμως θυμόμουν, και σφύριζα κι εγώ πια, εκείνα τα τραγούδια που άκουγα στο κασσετόφωνο του πέμπτου δωματίου της δεύτερης πτέρυγας από κάτω. Κι όταν άρχισα να παίζω κάπως καλύτερα κιθάρα, μόνος ή με παρέα, σε μαγαζιά ή σπίτια ή, κυρίως, σε ’κείνες τις απερίγραπτες και αλησμόνητες (κι ολονύχτιες) «βραδιές κιθάρας», στα Πεύκα, ποτέ δεν παρέλειπα να παίξω το «Βρέχει στην Εθνική Οδό» ή το «Εσύ που είσαι ακόμα εκεί» ή το «Φίλε αδερφή ψυχή» το πιο αγαπημένο απ’ όλα, αυτήν τη μπαλλάντα που λέει για «τη φούστα τη στενή», «την περούκα την ξανθιά» κι έχει υπέροχο κιθαρίστικο παίξιμο…

Κι έτσι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, όταν άρχισα να ’χω κάποια δικά μου χρήματα, γύρω στα 1987, μπόρεσα κι αγόρασα κι εγώ ένα κασσετόφωνο, μικρό, με ένα ηχείο (για πικάπ ήταν νωρίς ακόμη…) κι άρχισα να φτιάχνω τις δικές μου κασσέτες, με Σαββόπουλο και Γερμανό και με Κηλαηδόνη και Μούτση και μ’ άλλους, γνωστούς κι άγνωστους. Μοιραία, λοιπόν, κάποια στιγμή είπα να φτιάξω και μια κασσέτα με Παπάζογλου, με Νίκο Παπάζογλου, και πήγα στο δισκάδικο, στο studio 3-44 (όνομα παρμένο από εκπομπή του Άκη Έβενη), που το είχε η μαμά της Ρένας, της συμμαθήτριάς μου. Εκείνη μου ζήτησε να ψάξω στα ράφια να βρω τους δίσκους. Τότε, για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι όλ’ αυτά τα τραγούδια που τόσα χρόνια τραγουδούσα, ιδιωτικώς και δημοσίως, μόνος ή με τον Γιώργο, με ή χωρίς σφύριγμα, δεν ήταν του Παπάζογλου αλλά του Νίκου Ξυδάκη και του Μανώλη Ρασούλη. Και διαπίστωσα και κάτι άλλο, πιο σημαντικό και πιο καθοριστικό, ότι δεν επρόκειτο για έναν δίσκο αλλά για δύο, για χωριστές κι ανεξάρτητες δουλειές δηλαδή, κι ας χωρούσαν σε μια κασσέτα, κι ας είχαν περάσει στον κόσμο όλον ως ένας δίσκος, σαν μια ολότητα τραγουδιών.

Έκτοτε –και μπορώ να πω και μέχρι σήμερα, που σταμάτησα πια να παίζω κιθάρα- δεν έπαψα να τραγουδώ με διάφορες αφορμές αυτά τα τραγούδια. Κατά καιρούς «κολλάω» σε κάποια από αυτά και άλλες φορές σε διαφορετικά. Αυτές τις μέρες, π.χ., σιγοτραγουδώ το «τι κι αν είσαι απ’ τη Λιβύη» απ’ το Χαβαλεδιάρικο και το «είναι κάτι μπλοφαδόροι που παινεύουν τη δουλειά» απ’ το «Μη μ’ Αποκαλείς Τεμπέλη». Κι αν έχω πια τους δίσκους, πάρα πολύ δύσκολα πάλι ξεχωρίζω ποιο τραγούδι είναι από ποιόν δίσκο. Φταίει ίσως κι η μαμά της Ρένας που, από φροντίδα να μην «κόψει» τα τραγούδια, τα έμπλεξε λίγο. Τη θυμάμαι σαν τώρα να έχει πάρει χαρτί και μολύβι και να αθροίζει τις διάρκειες… Κι επίσης, να με ρωτάει «τι κασσέτα να βάλει». Όπως καταλαβαίνετε, η κασσέτα που έβαλε δεν μπορούσε να ήταν άλλη από εξηντάρα denon

Αθήνα, 26 Μαρτίου 2011

Φώτης Μπατσίλας


4 σχόλια:

  1. "Χωράει και λιγο beetles στη 45αρα TDK , λεει ο κασσετάς..... μετά την επιλογη pop...... "
    H.B

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. να 'χανε ψυχει τα τρολει, να παιζανε μαζι μας βολει
    meyek petr

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. πανεπιστΥμιου 1Ο
    να σουρωνεις με ουζακι στου αποτσου το μπα, ρακη

    ΑπάντησηΔιαγραφή