Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΑΡΗΛΘΕΝ ΤΟ ΘΕΡΟΣ



Περί γήρατος

 Παρήλθεν το θέρος. Στις αυλές των πλουσίων
κορώνει ο καπνός των αλιπάστων,
των χοιρινών καθώς τεμαχίζονται στην τάβλα
aκούγονται οι θρήνοι και τα παραμύθια.
Και οι δημόσιοι σκύλοι φοβίζουν τις κυρίες.
Στον στύλο της Ηλεκτρικής Εταιρίας
ανεμίζει ακόμα ματωμένο
το φόρεμα της κατασπαραχθείσης.

Παρήλθεν το θέρος. Αγαπητές μου κυρίες,
αγαπημένες μου φτωχές κυρίες.
Όσοι τ’ αποζητούν
Στην αγκαλιά σας θα βρουν τις γνώριμές του φωταψίες
τα βράδυα με τα γρήγορα πτερά των
τους ψίθυρους μες σε σκουφιά
και παγερές πυτζάμες.

Παρήλθεν το θέρος. Αχ πόσο κοντά
είναι το φθινόπωρο και οι στάλες για την καρδιά.
Για μας κρατάει ο διάκος το δισκοπότηρο
κι ο νεαρός γιατρός τον αιθέρα.

Παρήλθεν το θέρος. Αγαπητές μου κυρίες,
αγαπημένες μου φτωχές κυρίες.

[Από την ποιητική συλλογή του Χάρη Μεγαλυνού «Το μήλον της έριδος», Οδός Πανός 1983]


Ναι, τώρα πια, με τη δεύτερη σταγόνα της βροχής, μπορώ να πω ασφαλώς ότι «παρήλθεν». Σχεδόν φθινόπωρο, πρώτο φθινόπωρο … Και στις 18 του μήνα τα γενέθλιά μου, για χαρά ή για λύπη, τώρα πια, 39 χρόνια μετά, ποιος να ξέρει...

Η έλευσις του φθινοπώρου, σε συνδυασμό με την παρέλευση ενός ακόμη έτους, μου φέρνουν πάντοτε στο νου το παραπάνω ποίημα, με όλους τους συμβολισμούς του: το θέρος, λοιπόν, κι η νεότης, ο χειμώνας και γήρας, κι η μελαγχολία του ενδιάμεσου σταδίου, της εποχής – μεταίχμιο, του φθινοπώρου. Κι ύστερα, δε μπορώ να μη σκεφτώ, να μη θυμηθώ το «φθινόπωρο» του Κώστα Χατζόπουλου και τους εκεί συμβολισμούς, την πίκρα και τη δυστυχία, την απογοήτευση, όλα τα δεινά της κοινωνικής αδικίας, τη μαυρίλα, την κατάπτωση. Θλίψη… Μα, αίφνης, αγαπητές κυρίες, η ανέσπερη αισιοδοξία μου προβάλει αύθις, σαν ουράνιο τόξο, φως και χρώμα διαδέχονται τη φθινοπωρινή βροχή, όλα μοιάζουν καινούρια, όλα ξαναρχίζουν. Ναι, παρήλθεν μεν το θέρος, και μαζί μ’ αυτό «έφυγαν» κι όλα τα «παληοθήλυκα», τα «λαμέ κι αστραφτερά», κι εγώ γύρισα ξανά στην Αθήνα «με σκυμμένο κεφάλι», βέβαια (καθώς λέει κι ένα τραγούδι του Άγγελου Κατσίρη), αλλά τώρα, τώρα είν’ η νέα αρχή, τώρα ο καιρός για νέα σχέδια, νέες ιδέες, έστω … σκόρπιες κι οξύμωρες, τώρα όλα ξαναγίνονται, καλά και τα αλίπαστα και τα χοιρινά, και με χαμόγελα πολλά και λίγη βοήθεια απ’ τους φίλους μου, μπορεί -ναι, μπορεί (!)- και ν’ αποφευχθούν τα δισκοπότηρα και οι αιθέρες, κι όλες οι συνέπειες του χειμώνος, αγαπητές μου κυρίες, αγαπημένες μου φτωχές (και πλούσιες) κυρίες …

Αθήνα, 27 Σεπτεμβρίου 2010
Φώτης Μπατσίλας
 
 
[Υ.Γ. Στις φωτογραφίες κατά σειρά: ο Χάρης Μεγαλυνός (φωτογραφία από το biblionet.gr) και το "φθινόπωρο" (από το μπλόγκ hartaetoi.wordpress.com)]

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΡΑΜΑΝΙΩΛΑ


Του Σταυρού σήμερα, κι είπαμε με τον Σωτήρη Κακίση να κάνουμε ένα «μικρό αφιέρωμα» στον εορτάζοντα Σταύρο Καραμανιώλα, τον αγαπημένο μας μπαρμα-Σταύρο. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει ένα κείμενο του Σωτήρη Κακίση με τον τίτλο «Μικρές Ώρες με τον Σταύρο Καραμανιώλα», που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1988 στο περιοδικό «Playboy» (και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «48 Μικρές Ώρες και τρία αστυνο-μικρά διηγήματα», Εξάντας 1997),   τη μέχρι σήμερα δισκογραφία του μπαρμπα-Σταύρου με όλους τους στίχους των τραγουδιών του, καθώς και μερικά βίντεο απ’ το youtube. Χρόνια Πολλά, μπαρμπα-Σταύρο...


ΜΕΡΟΣ Ι

ΜΙΚΡΕΣ ΩΡΕΣ
με τον Σταύρο Καραμανιώλα


Τα ποιήματά μου είναι πολλά και δεν τα ’χω γραμμένα·
είναι μες στο κεφάλι μου μαγνητοφωνημένα.
Μα θα χαθούνε, σκέφθηκα, μια μέρα σαν πεθάνω
γι' αυτό και απεφάσισα κασέτες να τα κάνω.
Τα ποιήματα, τον βίο μου, κασέτες τώρα κάνω
για να τις παίζουν να μ' ακούν, όταν θα αποθάνω.
Κι αρχίζω: μαγνητοφωνώ και, πρώτα, πριν απ' όλα,
είμ’ απ' τον Πρίνο και με λέν’ Σταύρο Καραμανιώλα.
Γεννήθηκα το έντεκα στο Μέγα Καζαβήτι
χρόνια τουρκοκρατούμενα, τα χρόνια του Χαμίτη (…)


Ο Σταύρος Καραμανιώλας λοιπόν. Ο Σταύρος Καραμανιώλας είναι ακόμα μαζί μας, από το 1911 στα 2010 κρατάει μια ανέσπερη παιδική ηλικία για χάρη μας και γράφει και γράφει και γράφει. Ο Αργύρης Μπακιρτζής και οι Χειμερινοί Κολυμβητές που υιοθέτησαν αυτό το παιδί, αυτό το παλικαράκι το τρομερό, έφεραν επιτέλους στο πανελλήνιο φως, στην «ελληνοκρατούμενη» σήμερα Ελλάδα, το περίφημο τραγούδι του, τον Ποδηλατιστή, που ίσως κι εσείς, ω αναγνώστες μου ενήμεροι, αγαπάτε. Ο Σταύρος Καραμανιώλας όμως δεν είναι μόνο ποδηλατιστής: είναι και αυτοβιογραφούμενος και ερωτύλος και πλακατζής και αθυρόστομος και τρυφερός και παμπόνηρος και σοφός και, προπαντός, ποιητής. Τ’ ανέκδοτα αποσπάσματα απ’ το πολύ έργο του που εξασφάλισα και σας παραθέτω, σας αφιερώνω, αν θέλετε, απόψε, Μικρές ΄Ωρες ζεστές και ολόγυμνες, αξίζουν πολλά. Απολαύστε τον, χαμογελάστε του κι εσείς, ανταποδώστε το λαμπερό, νυκτερινό του χαμόγελο, την τόσο ταπεινή, πρωινή του χάρη:



Εγώ αν καταστράφηκα, κάποια γυναίκα φταίει.
Και τώρα ξαναγύρισε στην πόρτα μου και κλαίει.
Γονατιστή στα πόδια μου σκύβει να τα φιλήσει
και σαν τον άσωτο υιό συγγνώμη να ζητήσει.
Δεν έρχεται σαν τον Χριστό αγάπη να μου δώσει,
αφού Ιούδας ήτανε, θα με ξαναπροδώσει.


                                 *

Τώρα που πήρα σύνταξη, δεν πάω στη δουλειά.
Την κάπα μου θα ρίξω μες στην ακρογιαλιά.
Και στον Σαδίκ παρήγγειλα τα ειδικά γυαλιά,
αυτές που κολυμπάνε να βλέπω αγκαλιά.
Θα κτίσω την καλύβα μου στου πρίνου τ’ ακρωτήρι
και μεσ’ απ’ το παράθυρο θα κάνω μπανιστήρι.
Θα ’χω και τη γριούλα μου να κάθεται πιο πέρα
κι όταν θα μου ιδρώνουνε, να μου τους κάνει αέρα.

                                   * 

Τι ωφελεί κι αν πέφτουνε στο ίδιο το κρεββάτι;
Αρχίζει το ροχαλητό και της γυρνάει την πλάτη.
Αυτή η καημένη θέλει χάδια κάθε βραδιά
κι αυτός φοβάται έμφραγμα μην πάθει στην καρδιά.
Σ’ αυτούς, λοιπόν, τους άντρες τους, τους δίνω ενοχή,
Γιατί οι γυναίκες έχουν κι ορμές, μα και ψυχή.
Κάνουνε αναγκαστική ομοφυλοφιλία
με αγκαλιές, τριψίματα και πλαστικά εργαλεία.
Μα θα τους δώσω συμβουλή: η καθεμιά να ξέρει
οι ζαμπαράδες οι καλοί είναι μονάχα οι γέροι (…)

                                   *

Δεν είναι, φίλε, ίδιες όλες οι γυναίκες,
δεν είναι ίδιες, μην τις κατηγορείς.
Ψάξε σε ώριμες, σε νέες, σε μπεμπέκες,
καρδιές μεγάλες μ’ αισθήματα να βρεις.
Το ξέρω, φίλε, μια γυναίκα σ’ έχει κάψει,
μα τον καημό σου να σβήσω δεν μπορώ.
Μήπως κι εγώ, βρε φίλε μου, δεν έχω κλάψει
για μια γυναίκα που τώρα συγχωρώ;
Μα είδα γυναίκες που πικρά για άντρες κλάψαν’:
Είδα γυναίκες που είχαν τόσο ερωτευτεί,
είδα γυναίκες που κατάμαυρα τα βάψαν’
κι άλλες γυναίκες που ’χαν καλογηρευτεί.
Μυστήριο πλάσμα, φίλε, είναι η γυναίκα.
Κανείς δεν ξέρει τι κρύβει στην καρδιά!
Άλλες ποθούνε μ’ έναν άντρα να γεράσουν,
Άλλες απλώς για να περάσουν μια βραδιά.

                                *

Με γράφουν στην ταυτότητα Σταύρο Καραμανιώλα.
Είμαι γλεντζές, καλαμπορτζής και δημοκράτης φόλα.
Μικροί, μεγάλοι στο χωριό με λένε μπαρμπα-Σταύρο,
μέρα και νύχτα τραγουδώ, πίνω κρασάκι μαύρο.
Κι αν είχα όσες έχω πιεί μπουκάλες μαύρον οίνο,
πολύ μεγάλη θ’ άνοιγα ταβέρνα μες στον Πρίνο.
Χωρίς λεφτά να πίνουνε του Πρίνου οι μπεκρήδες,
Σαν σουρουπώνει να ’ρχονται, να πέφτουν σαν ακρίδες.



Ιούνιος ’88

ΣΩΤήΡΗΣ ΚΑΚίΣΗΣ


ΜΕΡΟΣ ΙΙ

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΙΩΛΑ

Οι μόνοι που μέχρι σήμερα έχουν ερμηνεύσει τραγούδια του μπαρμπα-Σταύρου και τα έχουν συμπεριλάβει στους δίσκους τους είναι οι Χειμερινοί Κολυμβητές του Αργύρη Μπακιρτζή. Σ’ αυτούς τους δίσκους ο μπαρμπα-Σταύρος, εκτός από δημιουργός (συνθέτης και στιχουργός), συμμετέχει και ως τραγουδιστής. Οι δίσκοι αυτοί είναι οι εξής:


1991 – ΟΙ ΔΑΚΟΚΤΟΝΟΙ


Ο μπαρμπα-Σταύρος, σε ηλικία 80 ετών(!), εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική δισκογραφία! Συμμετέχει στο δίσκο με 6 τραγούδια: «Ο ποδηλατιστής», «Ο Σίμος είναι δασικός», «Οι δακοκτόνοι», «Τατάρικα», «Οι μεγάλοι παλαιοί» και «Ψες το βράδυ».

Ο ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΤΗΣ

Έχω ποδήλατο καλό, όπου κι αν θέλεις πάει
σαν πεις, κι ο ποδηλατιστής σαν το πουλί πετάει.

Έχω και πένσα.
Έχω και πένσα, τρόμπα, οχτάκλειδο και πένσα.
Έχω τιμόνι, κούρσα και μπροστινό φτερό.

Τα λάστιχα του είναι γερά, σαμπρέλες δεν τρυπάνε
από τις πέτρες κι αν περνά, τριβόλια κι αν πατάνε.

Έχω αντοχή στα πόδια μου και στο τιμόνι βάση,
γι’ αυτό και βάζω στοίχημα αν κάποιος με περάσει.

Σαν με περάσει ο Θοδωρής και το ταξί του Νίκου,
εγώ θα πέσω να πνιγώ μες στ’ ανοιχτά του Πρίνου.

Σαν τ’ άκουσε ο Θοδωρής πολύ του ’κακοφάνει.
Θα βάζει μπρος τη Σεβρολέτ, τρέχει να με προκάνει.

Τότες κι εγώ εθύμωσα, πατάω γερά πετάλια
κι ο Θοδωρής με έχασε από μπροστά απ’ τα μάτια.


ΟΙ ΔΑΚΟΚΤΟΝΟΙ
Μεταφορείς και ψεκασταί,
αρχιεργάτες, γεωπόνοι,
όλοι εμείς οι δακοκτόνοι
είμαστε δολοφόνοι.

Τί τάχα να τους έκανε σ’ αυτή τη κοινωνία
και κυνηγούν αλύπητα το δάκο με μανία;

Υπάρχουν μεγαλύτεροι εχθροί για τη ελιά,
μ’ απ’ όλους ασπονδότεροι ειν’ όλα τα πουλιά.

Γιατί λοιπόν σαν πιάνουμε τσίχλες και μαυροπούλια
μας κυνηγούν οι δασικοί, ως που να βγει η πούλια;


Ο ΣΙΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΑΣΙΚΟΣ

Φεύγει ο Σίμος σήμερα· η ώρα να ’ν’ καλή,
να φάμε κα ’ναν κότσυφα, ορτύκι και πουλί.

Του έγινε μετάθεση κι έληξε η θητεία
κι εμείς ας την ξεχάσουμε τη μαύρη εξαετία.

Φεύγει ο Σίμος και γι’ αυτό, σουσουκαραίοι, κλάφτε
τσίχλες, κοτσύφια, τρούτσινες, στα μαύρα να τα βάψ’τε.

Γιορτή μεγάλη έχουνε ο Φλιάς κι ο Σαρκαφλιάς,
πανηγυρίζει ο Καναβός, ο Λάμπρος κι ο Μηλιάς.

Τί ωφελεί κι αν έπιανε καθημερνώς τα δόχια,
αφού γυρνούσε κι έβρισκε στη μηχανή του βρόγχια;

Ο Τούρκος λέει πως μυαλό δεν έχουν οι ψηλοί,
ίσως γι’ αυτό δε φάγαμε κότσυφα και πουλί.

Εμέν’ αυτός ο άνθρωπος δε μ’ έκανε κακό·
μ’ ακόμα κι αν θα μ’ έκανε, το δίκιο θα το πω:

Ο Σίμος είναι δασικός και τη δουλειά του κάνει
Μα το χωριό θέλει φωτιά που ’χει πολλοί ρουφιάνοι.


ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ

Γρούνος, Μουστάκας, Μαϊδανός
Κώστας Κουτσουμέρης,
Νικολάκης κι Αλέξης τ’ Αυγουστή,
Σταυράκης της Ολυμπίας,
Μήτσος Ντούπας, Σταλαμίδης,
Τσιλκάρης, Ξανθός του Γιαννακού,
Αννούδα της Θωμάδαινας
Και Πλουτάδες
εν τη γη αγαλλιάσονται.

Μητσκονάς μας κάνει αμπέλι, κτίζει και ντουβάρια,
περνά ο Μπιστάρας από ’κει, του λέει πως θέλ᾿ στυλιάρια.

Πέρασε κι ο Ζαμπετάς, ο πρώτος ο τεμπέλης·
γειά σου χαρά σου, Μητσκονά, να χαίρεσαι τ’ αμπέλι σ’.

Πέρασε και ο Δηλαδής, του ’πε μια καλημέρα.
Εκείνος τον οδήγησε να βαν’ στ’ αμπέλι λέρα.

Πέρασε κι ο Μποσνάκης μας, να πάει στον Αϊ-Γιάννη.
Εκείνος του ευχήθηκε πολύ καρπό να κάνει.

Kι ο Μήτσος Τζέκης πέρασε, που ήταν και τελάλης·
του ’πε, αν θες καλό κρασί, μπρούσικο να το βγάλεις.

Πέρασε κι’ ο Σερέτης μας και του ’δωσε καπάρο:
όταν θα βγάλεις το κρασί, εγώ θε να το πάρω.

Πέρασε κι η Ασφάλεια, να πάει να κυνηγήσει
μια νταμιτζάνα του ’δωσε, κρασί να του γεμίσει.

Πέρασε κι’ ο Σωκράτης μας και του ’πε δυο καντάδες
και του βαν’ ένα κοιμιστό και δυο καταβολάδες.

Πέρασε και η Φούλα μας παίζοντας τη λατέρνα.
Φέρε κρασάκι Μητσκονά και την παρέα κέρνα.

[Στους αείμνηστους συγχωριανούς μου,
που δεν παντρεύτηκαν ποτέ,
αντί μνημοσύνου.
Σταύρος Καραμανιώλας.]


ΤΑΤΑΡΙΚΑ

Για το μπαξέ του λεύτερο μου ’δωσ’ ο μπάρμπα Σταύρος,
να κόβω λάπατα, παζιά, δυόσμο και κάνα γράβο

Κραμπιά κι’ αγριολάχανα, κολοκυθοκορφάδες,
Μ’ αλαφροτσούσκες πιπεριές κι’ ωραίες καρδιές ντομάτες

Τσουκνάδες, κρομμυδόφυλλα, ανηθοκαρκαλούδια
τεύτλα, σπαράγγια, κουκουδιές, ξωλάχανα, σταμπούλια

Kολοκυθάκια, μαϊντανό, βλήτα, αγριοκρεμμύδες,
σπανάκια, σκόρδα, κάρδαμο, κορφούλες ραπανίδες

Φτέρες, βλαστάρια αβρινιές, αυτά που λεν ακρίδες
που ο Άγιος Γιάννης έτρωγε στην έρημο με ρίζες

Με λίγο λάδι στην αρχή, περσότερο στο τέλος
γίνονται τα τατάρικα, που ’ν’ ο παππούς μου ο Φέζος.

Εγώ τ’ αλλάζω βέβαια, βάζω και λίγη σόγια.
Και για το αποτέλεσμα είναι φτωχά τα λόγια.

Από Δευτέρα ως Κυριακή τατάρικα τα τρώω,
δε λέω όχι, μάλιστα λέω τι ωραία ω! ω!

Kι’ αν κάπου – κάπου βάσανα μας έρχονται Σταυράκη,
μας φθάνουν λίγα, Σταύρο μου, τατάρ’κα και γραβάκι

Σταύρο, αυτό που μου ’κανες, ποτές δεν το ξεχνάω
κι όπου βρεθώ κ’ όπου σταθώ, παντού το διαλαλάω

Καλός πως είσαι ποιητής, πολύ καλός και βάλε
μα πάνω απ’ όλα είσαι καπάντασης, μακριά του Χάρε,
μείνε μακριά του Χάρε!


ΨΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ

Ψες το βράδυ, απ’ την παραλία,
μπήκα μέσα σ’ ένα αστικό,
να με πάει στον Προφήτη Ηλία,
τα παλιά τα στέκια μου να δω.

Πήγα Ποταμούδια και Βιξ στέρνες,
νότα δεν ακούστηκε καμμιά.
Πάψαν τα τραγούδια κι οι λατέρνες,
λες και ήμουνα στην ερημιά.

Έκαμα τη βόλτα μου στου Τσάτσκα,
που ’ν’ τα χρόνια εκείνα τα παλιά,
κάθε βράδυ, λες και ήταν Πάσχα,
άκουγες σαντούρια και βιολιά.

Έφτασα στη στάση του Βλαμάκη,
μα το μαγαζί ήταν κλειστό.
Τράβηξα γραμμή για του Καρνάκη,
για να πιω νερό να δροσιστώ.

Παράδεισο κι Ακρόπολη
τα βρήκα γκρεμισμένα.
Μπαίνω ξανά στο αστικό,
με μάτια βουρκωμένα.



1997 – ΟΧΙ ΛΑΘΗ, ΠΑΝΤΑ ΛΑΘΗ


Ζωντανό άλμπουμ, στο οποίο περιλαμβάνονται 3 τραγούδια του μπαρμπα-Σταύρου: οι ήδη ηχογραφημένοι «Δακοκτόνοι» και τα «Δεν είναι ίδιες όλες οι γυναίκες» και «Ο βίος μου».


ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΕΣ ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Δεν είναι, φίλε, ίδιες όλες οι γυναίκες,
δεν είναι ίδιες, μην τις κατηγορείς.
Ψάξε σε ώριμες, σε νέες, σε μπεμπέκες,
καρδιές μεγάλες μ’ αισθήματα να βρεις.

Το ξέρω, φίλε, μια γυναίκα σ’ έχει κάψει,
μα τον καημό σου να σβήσω δεν μπορώ.
Μήπως κι εγώ, βρε φίλε μου, δεν έχω κλάψει
για μια γυναίκα που τώρα συγχωρώ;

Μα είδα γυναίκες που πικρά για άντρες κλάψαν’:
Είδα γυναίκες που είχαν τόσο ερωτευτεί,
είδα γυναίκες που κατάμαυρα τα βάψαν’
κι άλλες γυναίκες που ’χαν καλογηρευτεί.

Μυστήριο πλάσμα, φίλε, είναι η γυναίκα.
Κανείς δεν ξέρει τι κρύβει στην καρδιά!
Άλλες ποθούνε μ’ έναν άντρα να γεράσουν,
Άλλες απλώς για να περάσουν μια βραδιά.


Ο ΒΙΟΣ ΜΟΥ

Τα ποιήματά μου είναι πολλά και δεν τα χω γραμμένα,
είναι μες στο κεφάλι μου μαγνητοφωνημένα.
Μα θα χαθούνε, σκέφθηκα, μια μέρα σαν πεθάνω,
γι' αυτό και απεφάσισα κασέτες να τα κάνω.
Τα ποιήματα, το βίο μου, κασέτες τώρα κάνω,
για να τις παίζουν, να μ' ακούν, όταν θα αποθάνω.
Αρχίζω, μαγνητοφωνώ και πρώτα, πριν απ' όλα,
ειμ' απ' τον Πρίνο και με λεν Σταύρο Καραμανιώλα.
Γεννήθηκα το έντεκα στο Μέγα Καζαβίτι
χρόνια τουρκοκρατούμενα, τα χρόνια του χαμίτη
Φύγαν οι Τούρκοι κι άρχισε ο πρώτος πόλεμος
ήρθε μια δυστυχία και φοβερός λιμός
Η πείνα είχε φτάσει στης γης τα πέρατα
τρώγαμε βαλανίδια και ξυλοκέρατα
Κι από τα ξυλοκέρατα βράζαμε τα κουκούτσια
ποτέ τα ποδαράκια μας δε φόρεσαν παπούτσια
Από παντού ή Θάσος είχε αποκλειστεί
σαν ποντικοί στη φάκα είχαμε εδώ πιαστεί
Τίποτα ν' αγοράσεις δεν είχε με λεφτά
μα είχε αεροδρόμιο εδώ το δεκαεπτά
Πέτρες ό κόσμος έσπαζε για λίγη κουραμάνα
μονάχα για τον άρρωστο και για τη μωρομανα
Μες στην Καβάλα ήτανε οι Γερμανοβουλγάροι
οι Καβαλιώτες έφτασαν να τρώνε και γάιδαροι
Τέλος μια μέρα φύγανε οι Γερμανοβουλγάροι
κι οι φούρνοι έβγαλαν ψωμί, μ' άγανο, από κριθάρι
Άρχισαν τα ερείπια να κτίζονται ξανά
νέα ζωή ξανάρχισε κι άνοιξαν τα καπνά
Μπήκα κι εγώ στα μαγαζιά από εννιά χρονώ
χωρίς να είμαι έρημο ούτε και ορφανό
Είχα αδελφές και αδελφό και μάνα και πατέρα
με επταμελή οικογένεια πώς να τα βγάλουν πέρα
Αυτοί οι λόγοι μ' έκαναν ν' αφήσω τη φυλλάδα
γιατί έπαιρνα αρκετά λεφτά κι εγώ κάθε βδομάδα
Δεν πήγα στο γυμνάσιο ούτε και στον Ευκλείδη
τετάρτη του δημοτικού πήγα στον Τσανακλίδη
Γράμματα λίγα έμαθα, να γράφω, να διαβάζω
μα ο Θεός με φώτισε ποιήματα να βγάζω
Τα πιο καλά τα χρονιά μου τα 'ζησα στην Καβάλα
πέρασα χρόνια όμορφα και βάσανα μεγάλα
Με αγαπούσανε πολλές, μικρές, μαθητριουλες
γαλανομάτες, καστανές, ξανθές, Εβραιοπουλες
Μες στην Καβάλα οι κοπελιές με λέγανε μαγκάκι
γιατί φορούσα πάντοτε στραβά το καβουράκι
Και ήμουνα αληθινά πραγματικό μαγκάκι
χόρευα μάγκικο βαρύ κι έπαιζα μπουζουκάκι
Τα στέκια μου ήταν πάντοτε Αμύντα και Σουτζούκι
εκεί έμαθα ζεϊμπέκικο, εκεί έμαθα μπουζούκι
Στην κρίση του τριανταδυό ξερίζωσα βουνά
χιλιάδες είχα βγάλει οκάδες κάρβουνα
Κι ο Θοδωρής, πού τα 'παίρνε, μου 'σπάζε την καντάρα
και στο φινάλε έβγαζε και τη μανέλα τάρα
Ως το τριαντατέσσερα και τέρμα ο αγώνας
μετά την κρίση άρχισε ένας χρυσός αιώνας
Κάποια κοπέλα γνώρισα από το Θεολόγο
χωρίς να θέλω έμπλεξα και έδωσα και λόγο
Το όνομα της ήτανε Κατίνα Ευαγγέλου
είχε κορμάκι λυγερό και πρόσωπο αγγέλου
Μα όλως αναπάντεχα ήρθε ο χωρισμός
αιτία ήταν ή ζήλια της και ο εγωισμός
Καλά ως το τριανταεννιά, μα ήρθε άλλη κρίση
ο δεύτερος ο πόλεμος, την πόρτα είχε χτυπήσει
Τι έχεις βρε Γιαννάκη μου; -Αυτό πού είχα πάντα:
ήρθε το περιβόητο το έπος του σαράντα.
Μας χτύπησαν οι Ιταλοί με πείσμα και μανία
και άρχισε ο πόλεμος μέσα στην Αλβανία
Πήραμε απ' την Κορυτσά ως τους Άγιους Σαράντα
μας χτύπησαν οι Γερμανοί και χάσαμε τα πάντα
Για να τα βάνουμε με δυο, δεν είχαμε αντοχή
κι άρχισε ή οπισθοχώρηση και ήρθε ή κατοχή
Τη χώρα μας την πάτησε του Γερμανού ή μπότα
κι άρχισε ο χειρόμυλος, σκαφίδα και μπομπότα
Κατέβηκαν οι Βούλγαροι, στη Θάσο, στην Καβάλα
στρογγύλια μ' άλλους φόρτωνα στο Μήτκα, στην Καψάλα
Δουλεύαμε σαν είλωτες, μας βγάζαν το ζουμί
σαράντα μέρες δούλεψα, δεν πήρα ούτε δραχμή
Κι έφυγα στην Κεραμωτή, δουλειά εκεί να πιάσω
σε μια μπατόζα βοηθός, ψωμί για να χορτάσω
Μα απ' τα πολλά κουνούπια κι από την υγρασία
με πλάκωσ' ένας πυρετός, βαριά ελονοσία
Γύρισα πίσω στο χωριό, γιατί θε να πεθάνω
μα είμαι και στενάχωρος, κάτι έπρεπε να κάνω
Με γαϊδαρνή υπομονή και με πολλή προσπάθεια
σε λίγες μέρες άρχισα και έκανα καλάθια
Σαν το μελίσσι πλάκωνε ο κόσμος, να τα πάρει
κι αρχίσανε να πέφτουνε τα λέβα με το φτυάρι
Αγόραζα τα πάντα της μαύρης αγοράς
γιατί- πού λέει ο λόγος- μιλούσε ο παράς
Κάποια κοπέλα έκλεψα από τη γειτονιά
ήμουν τριανταδυό χρονώ εγώ κι εκείνη δεκαεφτά
Όμως αυτό πού έκανα ήταν παρανομία
γι' αυτό μας στεφανώσανε με την αστυνομία
Αποδιωγμένοι και οι δυο μακριά από τα σπίτια
να πα' να χτίσουμε φωλιά σαν τα μικρά σπουργίτια
Κάναμε το σπιτάκι μας έξω απ' το χωριό
κι oι δυο μαζί παλέψαμε για το νοικοκυριό
Δυο κοριτσάκια κάναμε πού μένουν στην Καβάλα
το πρώτο είναι κεντήτρια, το δεύτερο δασκάλα
Έψαχνα χρόνια για δουλειά, μα τέλος τήνε βρήκα
και ξέρετε ποια ειν’ αυτή; Ή σύνταξη του ΙΚΑ.
Όμως πολύ κουράστηκα, να το πετύχω αυτό,
μα κάθε μήνα πέφτουνε έξι εφτακόσια οκτώ.


Η διαθήκη μου
Πριν αποθάνω και ταφώ, θ’ αφήσω διαθήκη
τα ποιήματα μ' ν' ακούγονται πετρέλαια και καθίκι
Ν' ακούγονται και ολ' αυτά, πού έγραψα για μένα
θα σας τα πω καλύτερα και πιο συγκεκριμένα:
Έχουμε κάποιον στο χωριό τον λένε μπάρμπα Σταύρο
μεσ' τα κατώγια τριγυρνά να βρει κρασάκι μαύρο
Το άσπρο δεν το κυνηγά ούτε το κοκκινέλι
το θέλει να 'ναι μπρούσικο κι όχι γλυκό σα μέλι
Κι αν είχε όσες έχει πιει μπουκάλες μαύρο οίνο
πολύ μεγάλη θ' άνοιγε ταβέρνα μες στον Πρίνο
Χωρίς λεφτά να πίνανε του Πρίνου οι μπεκρήδες
σα σουρουπώνει, να 'ρχονται, να πέφτουν σαν ακρίδες.



2009 – 23 ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΩΤΑ



Το 11ο από τα 23 «Κόκκινα Φώτα» είναι «Ο καφές» και ανήκει στον μπαρμπα-Σταύρο.

Ο ΚΑΦΕΣ

Μπήκα μες σε μια καφετερία,
που την είχε μια κομψή κυρία,
να κάτσω στον μπουφέ,
με όλα μου τα εφέ,
να πιω έναν βαρύ γλυκό καφέ.
Κάθισα στον μπουφέ,
με όλα μου τα εφέ,
παρήγγειλα βαρύ γλυκό καφέ

Τάκα-τάκα ήρθε η παραγγελία,
που είχα δώσει στην κομψή κυρία.
Ρουφάω τον καφέ,
επάνω στον μπουφέ,
και τότε λέω στην κομψή κυρία,
εκείνη που είχε την καφετερία:

«Ωραίος ο καφές,
ωραίος κι ο μπουφές,
ωραία κι η κυρία που σερβίρει.
Ωραίος ο καφές,
ωραίος κι ο μπουφές,
τραγούδι να της κάνουμε, Αργύρη»

Βγάζω να πληρώσω την κυρία,
εκείνη που είχε την καφετερία,
να δώσω πουρμπουάρ,
να πω κι ορεβουάρ,
και τότε ακούω την κομψή κυρία,
εκείνη που είχε την καφετερία:

«Στο λέω ορθά-κοφτά
δεν θέλω εγώ λεφτά,
δεκάρα τσακισμένη από σένα.
Μον’ θέλω να μου πεις,
και δίχως να ντραπείς,
το τραγουδάκι που έγραψες για μένα».

Μπράβο!

Ωραίος ο καφές…


Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου 2010

Σωτήρης Κακίσης - Φώτης Μπατσίλας

Υ.Γ. Τους στίχους του τραγουδιού "Ο βίος μου" τους αντέγραψα από το site www.nektarios.gr.









Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Σωτήρη Κακίση: σεξ και σπορ!



Κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό απ’ τις εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ το βιβλίο του Σωτήρη Κακίση με τον τίτλο «Σεξ και Σπορ!». Το βιβλίο περιέχει συνολικά 22 κείμενα, τα οποία δημοσιεύτηκαν στο σαββατιάτικο αθλητικό περιοδικό SPORT+ της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ το 2008, εκτός από το «Μουρή-νιο ή Περί Ύφους», που δεν πρόλαβε να δημοσιευθεί και είδε το φως το 2010 εδώ στο «OXY-MORON», και τον Πρόλογο και τον Επίλογο, που είχαν διαβαστεί από τον Σωτήρη Κακίση στον ραδιοσταθμό ΜΕΛΩΔΙΑ, στη σειρά εκπομπών της Δευτέρας ΠΕΝΤΕ ΕΠΙ ΠΕΝΤΕ το 2004. Στο «OXY-MORON» αναδημοσιεύτηκε και το κείμενο «Ποιος, ποιος, ποιος; Ο…άσπρος ο θεός» στο «Μικρό αφιέρωμα στο Θωμά Μαύρο».

Τα κείμενα είναι όλα αθλητικού ενδιαφέροντος, δίχως βέβαια να είναι γραμμένα με τον τρόπο και το ύφος που γράφονται τα ιδίου θέματος κείμενα που διαβάζουμε καθημερινά στον Τύπο και στο διαδίκτυο. Αναφέρονται σε πολλά σπορ, κυρίως όμως στον «βασιλιά» των σπορ, το ποδόσφαιρο. Οι τίτλοι τους όλοι «σωτηροκακισικοί» («Για την Ελλάδα, …Γιαμαμότο!», «Το δριμύ νερό…», «Μια φορά είναι του ...Άι-Όθωνα !», «–Σούταρε, ρε …βαλάκα !», «Ντονατόνι -τόνι - τόνι!», «Ξεκινάει η Κίνα !...», «Τέννις τέχνη» κ.λπ.), φανερώνουν όχι μόνον την από περιπαικτική έως ειρωνική (για να μην πω σκωπτική) διάθεση του συγγραφέα τους απέναντι στα κακώς κείμενα της διεξαγωγής των σπορ σήμερα (που τείνουν να τα μετατρέψουν από αθλητικά σε … σεξουαλικά θεάματα), αλλά και τη βαθειά γνώση του σ’ όλα τα θέματα που πραγματεύεται. Διότι ο Σωτήρης Κακίσης, ο ποιητής, δεν έχει σχέση μ’ όλους αυτούς τους «ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων» που ανακάλυψαν πρόσφατα (κι όψιμα) τα σπορ, άρχισαν ν’ ασχολούνται μ' αυτά και -φεύ!- να γράφουν γι’ αυτά (από κειμενάκια και άρθρα έως ολόκληρα βιβλία!). Ο Σωτήρης Κακίσης, ο ποιητής, αθλητής κι ίδιος, αθλητικο-γραφεί (κι αθλητικο-λογεί) από παλιά, από πολύ παλιά, από τις αρχές της δεκαετίας του 80 (πριν καν την …Αλλαγή!), τότε που τα «αθλητικά» ήταν «μίασμα», «φτηνιάρικες» και «λαϊκές» έξεις, «όπιο του λαού», δεν ταίριαζαν σε «καλλιτέχνες» και «διανοούμενους», πόσω μάλλον σε ποιητές. Όμως ο Σωτήρης Κακίσης, ο ποιητής, ασχολιόταν συνεχώς με τ’ αθλητικά, έγραφε γι’ αυτά στην ΕΓΝΑΤΙΑ και στην ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΑ, στην ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΓΝΩΜΗ (άμα τε ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ...), στο αριστερό ΑΝΤΙ και στο μουσικό ΝΤΕΦΙ, στο ΤΩΡΑ και στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, και πιο μετά σε κάθε είδους έντυπο, από τη σοβαρή ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ έως το ανάλαφρο PLAYBOY. Αργότερα, μάλιστα, συγκέντρωσε κάποια κείμενά του σ’ ένα βιβλίο, το «Επίθεση! (Ματιές στα Σπορ)» (εκδόσεις Αιγόκερως), προσφέροντας σ’ όλους εμάς τους μικρούς (τότε) της συντηρητικής (τότε) Επαρχίας, ένα άλλοθι, μία δικαιολογία για την ενασχόλησή μας με τ’ αθλητικά. Διότι έπαυε να χαρακτηρίζεται συλλήβδην «χαμηλής πνευματικής στάθμης» η ενασχόληση με τα σπορ, όταν ολόκληρος ποιητής όχι μόνο ασχολείται μ’ αυτά αλλά … βγάζει και βιβλίο! Κι όλα αυτά τότε, στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας και μετεφηβείας μας (μιλώ για όλους εμάς που γεννηθήκαμε στις αρχές της δεκαετίας του 70), τότε που και το ΣΕΞ και τα ΣΠΟΡ ήταν μονίμως στο μυαλό μας, γι’ αυτά μιλούσαμε, αυτά θέλαμε, αλλά ήταν διαφορετικά πράγματα, έπαιζαν διακριτούς ρόλους στη ζωή μας. Όχι όπως τώρα που ΣΠΟΡ δίχως ΣΕΞ (και δη άγριο, πορνό) δεν νοούνται και, όχι!, δεν φταίει το θαυμάσιο βιβλίο του Κακίση γι’ αυτό …


Αθήνα, 9 Σεπτεμβρίου 2010


Φώτης Μπατσίλας

Υ.Γ. Οι εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ εδρεύουν στη Λευκωσία της Κύπρου και πρακτορεύονται στην Ελλάδα από το ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ (Θεμιστοκλέους 37, Εξάρχεια, Αθήνα). Το βιβλίο αποτελεί το υπ’ αριθμ. 6 της σειράς «Μικρά Κείμενα» των εκδόσεων ΑΙΓΑΙΟΝ. Το υπέροχο εξώφυλλό του (φωτογραφία του Ιταλού τερματοφύλακα Μπουφόν) έγινε από τον Μανώλη Μανουσάκη. Στις άλλες δυο φωτογραφίες εικονίζεται ο Βέγγος: στη μία είναι τερματοφύλακας και στην άλλη «ζεσταίνεται» για να μπει στο παιχνίδι! Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τον Βάσο Πτωχόπουλλο. Ο Συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο σε Χρυσή Ενδεκάδα!

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΨΑΣΚΗ



Πριν από περίπου 3 χρόνια, λίγο πριν εκπνεύσει ο ζεστός μήνας Αύγουστος, στις 28 του μήνα του 2007, έφυγε από τη ζωή ο Σωκράτης Καψάσκης, ο σκηνοθέτης των Ερωτικών Ιστοριών, ο διευθυντής του Studio της πλατείας Αμερικής, ο μεταφραστής του Οδυσσέα, ο μελετητής, ο ποιητής… Ένα μικρό αφιέρωμα είναι το ελάχιστο που μπορεί να κάνει το oxy-moron σε έναν, τω όντι, οξύμωρο καλλιτέχνη. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει: α) μια συνοπτική εργο-βιογραφία του (που δημοσίευσα -ακατέργαστη- για πρώτη φορά στο facebook), β) μια αναλυτική φιλμογραφία των ταινιών του, γ) ένα απόσπασμα από τον Οδυσσέα σε δική του μετάφραση και δ) δύο ποιήματά του. Ας τον θυμόμαστε με γλυκύτητα. Νομίζω πως αξίζει.


ΜΕΡΟΣ I
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΡΓΟ-ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Και μόνο το ότι καταπιάστηκε με (και αποπεράτωσε) το έργο της μετάφρασης του ΟΔΥΣΣΕΑ (του Τζαίημς Τζόυς) στα ελληνικά συνιστά γεγονός που τον καθιστά αξιομνημόνευτο. Ο Καψάσκης όμως δεν ήταν μόνον αυτό. Κι ούτε μόνον ο επί σειρά ετών διευθυντής του σινεμά STUDIO (Πλ. Αμερικής) που με συνέπεια πρόβαλλε στους Αθηναίους έναν «διαφορετικό» κινηματογράφο, εξόχως γοητευτικό. Ο Καψάσκης, εκτός των άλλων, υπήρξε και συγγραφέας και κινηματογραφιστής. Η σπονδυλωτή ταινία του ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (1959) κυρίως, αλλά και Ο ΖΕΣΤΟΣ ΜΗΝΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ θεωρώ ότι είναι δύο από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Δεν υπερβάλλω, αν και ο ίδιος σε μια στιγμή προφανώς σκληρής αυτοκριτικής αποκήρυξε όλο το κινηματογραφικό του έργο (κατά το «σύνδρομο Χατζιδάκι», ο οποίος συνέθεσε τη μουσική σε αρκετές ταινίες του Καψάσκη).
Γεννήθηκε το 1928 στην Ζάκυνθο. Σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι και για 8 περίπου χρόνια (1958 – 1966) εργάστηκε ως σκηνοθέτης στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Σκηνοθέτησε 14 ταινίες όλων των ειδών. Αηδίασε και τα παράτησε, στην πιο μεγάλη ακμή του ελληνικού κινηματογράφου (1966) κι ενώ η καριέρα του ήταν επιτυχής και προδιαγραφόταν επιτυχέστερη (αν και εκτός της Φίνος Φιλμ). Ασχολήθηκε επισταμένως με τον Κάλβο, τον Σολωμό και την Επτανησιακή Τέχνη εν γένει. Κάποιοι είπαν ότι ο Καψάσκης παρέμεινε σ’ όλη τη ζωή του κυριευμένος από τις εμμονές του. Δεν το ξέρω αλλά όσοι γνώρισαν το έργο του σίγουρα γοητεύθηκαν από τις εμμονές αυτές. Πέθανε το καλοκαίρι του 2007 στη Ζάκυνθο και κηδεύτηκε στο χωριό που γεννήθηκε.



ΤΑΙΝΙΕΣ (συνοπτικά):

1958 – ΜΙΑ ΛΑΤΕΡΝΑ, ΜΙΑ ΖΩΗ

1959 – ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

1959 – Η ΛΙΖΑ ΤΟ ’ΣΚΑΣΕ

1961 – ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΘΥΕΛΛΑ

1962 – ΟΙ ΓΑΜΠΡΟΙ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

1962 – ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΕΣ ΓΙΑ ΔΕΣΙΜΟ

1963 – Ο ΤΑΥΡΟΜΑΧΟΣ ΠΡΟΧΩΡΕΙ

1963 – Ο ΚΑΖΑΝΟΒΑΣ

1964 – ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΖΩΗ

1964 – Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

1964 – ΕΞΩΤΙΚΕΣ (ΕΡΩΤΙΚΕΣ) ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ

1965 – ΠΕΡΑΣΤΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ

1965 – ΠΙΚΡΗ ΖΩΗ

1966 – Ο ΖΕΣΤΟΣ ΜΗΝΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ.



ΒΙΒΛΙΑ:

1953 – ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ (Ποίηση)

1955 – ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ (Ποίηση)

1978 – ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (Ποίηση)

1985 – ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ (Μυθιστόρημα)

1988 – ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ, ΧΩΡΙΟ ΤΣΗ ΖΑΚΥΘΟΣ (Μυθιστόρημα)

1988 – Η ΣΚΑΛΑ (Ποίηση)

1989 – Η ΤΑΦΗ (Αφήγημα)

1990 – ΟΔΥΣΣΕΑΣ (Μετάφραση)

1991 – Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ 1818 – 1838 (Μελέτη)

1998 – ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ (Μελέτη)

1998 - ΜΟΝΑΧΙΚΟΙ ΜΑΥΡΟΝΤΥΜΕΝΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ (Μελέτη)

2002 – ΔΙΑΔΡΟΜΗ (Ποίηση)


Επίσης, ο Καψάσκης μετέφρασε τα βιβλία «Η ποιητική διαμόρφωση του Σολωμού (1815-1833)» του Louis Coutelle και «Ο Οδυσσέας του Τζαίημς Τζόις» του Stuart Gilbert, τα οποία, εξ όσων γνωρίζω, παραμένουν ακόμη ανέκδοτα.



ΜΕΡΟΣ II
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΨΑΣΚΗΣ (ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ)


1. ΜΙΑ ΛΑΤΕΡΝΑ, ΜΙΑ ΖΩΗ (1958), Α/Μ – 77 λεπτά, Κοινωνικό δράμα
Παραγωγή: ΑΝΖΕΡΒΟΣ
Σενάριο: Γιώργος Τζαβέλλας, Φωτογραφία: Γρηγόρης Δανάλης, Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, Τραγούδι: Ορέστης Μακρής, Σκηνογράφος: Μαριλένα Αραβαντινού
Παίζουν: Τζένη Καρέζη, Ορέστης Μακρής, Ντίνος Ηλιόπουλος, Πέτρος Φυσσούν, Λαυρέντης Διανέλλος, Νίτσα Τσαγανέα, Θάνος Τζενεράλης, Νίκος Φέρμας, Αντιγόνη Κουκούλη, Ράλλης Αγγελίδης, Λάκης Σκέλλας, Νίτσα Παππά, Νία Λειβαδά.
Υπόθεση: Η ιστορία της ταινίας ξεκινάει στην Αθήνα του 1938. Ένας λατερνατζής, ο Κοσμάς (Ορέστης Μακρής), χάνει τη γυναίκα του (Τζένη Καρέζη) την ώρα που αυτή φέρνει στη ζωή την κόρη τους. Αρνείται να δεχθεί το γεγονός και μαζί μ’ αυτό απαρνιέται και την κόρη του, την οποία εγκαταλείπει στα χέρια ενός άτεκνου ζευγαριού της γειτονιάς του (Λ. Διανέλλο και Ν. Τσαγανέα). Ο ίδιος καταντάει αλκοολικός. Στα 1958, κι ενώ η κόρη του Νίνα (Τζένη Καρέζη – διπλός ρόλος) έχει μεγαλώσει μ’ όλες τις ανέσεις, ο Κοσμάς, γέρος πια, ντρέπεται να της αποκαλύψει την αλήθεια, αν και καθημερινά τριγυρίζει με τη λατέρνα του και τον βοηθό του, τον Θανάση, (Ντίνος Ηλιόπουλος) κάτω από το σπίτι της για να τον ακούει και να τη βλέπει. Η Νίνα ερωτεύεται ένα φτωχό βιολιστή (Πέτρος Φυσσούν) και, αφού οι θετοί γονείς της αρνούνται να δεχτούν το δεσμό της, εκείνη εγκαταλείπει το σπίτι της και ζει με τον αγαπημένο της. Αυτός, σε μια στιγμή απόγνωσης, σπάει απ’ τα νεύρα του το βιολί του, που του είναι άκρως απαραίτητο και τότε ο Κοσμάς αποφασίζει να πουλήσει τη λατέρνα του για να βοηθήσει το φτωχό ζευγάρι να αγοράσει καινούργιο βιολί. Πράγματι, η συνεισφορά του υπήρξε πολύτιμη: ο νέος πετυχαίνει και γίνεται γνωστός κι οι θετοί γονείς της Νίνας τους δέχονται στο σπίτι τους. Ο Κοσμάς όμως έχει καταπέσει. Το αλκοόλ κι η στενοχώρια τον έχουν καταβάλει. Ο Θανάσης, που τώρα δουλεύει στα ραδιόφωνα και βγάζει πολλά χρήματα, του φέρνει πίσω τη λατέρνα. Εκείνος όμως ψυχορραγεί. Λίγο πριν πεθάνει, με την παρέμβαση του Θανάση, η Νίνα μαθαίνει την αλήθεια. Τον επισκέπτονται όλοι, τους βλέπει και «φεύγει» ήσυχος.

Συμπαθητικό κοινωνικό δράμα που στηρίζεται κυρίως στην έξοχη ερμηνεία του Μακρή και του Ηλιόπουλου (οι Καρέζη και Φυσσούν δεν είναι τόσο καλοί). Στους τίτλους της αρχής αλλά και στο τέλος της ταινίας ακούμε τη μουσική μόνο από το τραγούδι του Χατζιδάκι «ο γκρεμός». Ο Μακρής τραγουδάει δύο τραγούδια του κρασιού και της ταβέρνας, το «κοπάνα το, κοπάνα το και μη φοβάσαι θάνατο» και το «τι να την κάνω τη ζωή» (άσε με λοιπόν να πιω όσο μου γουστάρει). Ακόμη, να σημειωθεί ότι στους τίτλους της ταινίας δεν φαίνεται το όνομα του σεναριογράφου Γιώργου Τζαβέλλα. Τέλος, αξιοσημείωτη ιστορικά είναι και η «κόντρα» μεταξύ λατέρνας και ραδιοφώνου, έως την τελική επικράτηση του τελευταίου.


2. ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (1959), Α/Μ – 96 λεπτά, Δράμα (σπονδυλωτή)
Παραγωγή: Γιώργος Ζερβός (ΑΝΖΕΡΒΟΣ)
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, Σκηνογράφος: Μαριλένα Αραβαντινού.

1η ιστορία: «Το Νικουλέλι».
Σενάριο: Σ. Καψάσκης (από το διήγημα του Θράσου Καστανάκη «Μια μάνα πέρασε»), Φωτογραφία: Τζέρυ Καλογεράτος,
Παίζουν: Ελένη Ζαφερίου, Σάσα Κατσαρού, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Κώστας Πλούμπης, Θόδωρος Δημητρίου.

Υπόθεση: Καλοκαίρι στην Επαρχία. Ζέστη, πολλή ζέστη, υπερβολική. Τα τζιτζίκια χαλάνε τον κόσμο, το ίδιο και τα πτηνά στην αυλή. Η όμορφη Λαμπρινή (Κατσαρού) διαμαρτύρεται στον σταφιδέμπορο σύζυγό της (Παπαγιαννόπουλο): «Ψήθηκα τούτο το καλοκαίρι… Δυο χρόνια λες ότι θα με στείλεις στα λουτρά να κάνω κανένα μπάνιο …». Είναι νέα κι όμορφη, δεν την αντέχει την Επαρχία, ούτε τη μοναξιά. Ο άντρας της, αρκετά μεγαλύτερός της, λείπει συχνά. Η Σμαραγδή, η υπηρέτριά της (Ζαφειρίου), που έχει ένα άρρωστο (καθυστερημένο) παιδί, συνομήλικο της Λαμπρινής, το Νικουλέλι (Πλουμπής), της υποβάλει την ιδέα να συνδεθεί με έναν όμορφο νέο που πρόσφατα εγκαταστάθηκε στη γειτονιά τους. Εκείνη δεν θέλει, έχει αντιρρήσεις κι ηθικές αναστολές: « … να γίνω κι εγώ μια από δαύτες … να βγει στην αγορά να λέει πως…». Στο τέλος όμως πείθεται. Κι όχι μόνο, αλλά παρασέρνεται κι απ’ το πάθος. Και τότε, η Σμαραγδή αποκαλύπτει τους απώτερους σκοπούς της: την εκβιάζει πως αν δεν πέσει στην αγκαλιά του γιου της, θα προδώσει τον έρωτά της με τον γείτονα και θα βγάλει στη φόρα τα ερωτικά της γράμματα, κι έτσι την εξαναγκάζει, μέσα σε σπαραγμούς να το πράξει…Πού μπορεί να φτάσει η αγάπη της μάνας για το παιδί της; Είναι δυνατόν να είναι πιο «άρρωστη» κι απ’ το άρρωστο παιδί της; Συγκλονιστική ιστορία, με μια συγκλονιστική Ελένη Ζαφειρίου.

2η ιστορία: « Ένας Βασίλης».
Σενάριο: Σωκράτης Καψάσκης, Φωτογραφία: Αριστείδης Καρύδης-Φουκς,
Παίζουν: Βασίλης Διαμαντόπουλος, Βάσω Μεταξά, Καλή Καλό, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Νίτσα Παππά, Ευστάθιος Χατζηπαυλής.

Υπόθεση: Ο Βασίλης (Βασίλης Διαμαντόπουλος), ένας μεσόκοπος κρεοπώλης με δικό του μαγαζί, έχει πολλά ανοικτά μέτωπα: να αντεπεξέλθει στον επαγγελματικό ανταγωνισμό, αφού κάποιος υπάλληλός του τον εγκατέλειψε και άνοιξε ο ίδιος μαγαζί απέναντι, στον ίδιο δρόμο, να κρατήσει τον άλλο υπάλληλό του (Τσιτσόπουλο) να μην του φύγει, να μετριάσει τα νεύρα του και τη στενοχώρια της βαριά άρρωστης γυναίκας του, της Κατίνας (Β. Μεταξά), από τον ξενιτεμό του γιου τους εξαιτίας ενός τσακωμού τους και, κυρίως, να καθησυχάσει τη νεαρή ερωμένη του Χρύσα (Καλή Καλό) που ζητάει "τη θέση της" ότι θα την αποκαταστήσει δηλαδή σύντομα, αφού πιθανολογεί ότι η γυναίκα του «δεν θ’ αντέξει». Σε μια στιγμή αφόρητης πίεσης, αποφασίζει να ρίξει «πέντε σταγόνες» στο τσάι της άρρωστης, ώστε να επισπεύσει τον θάνατό της. Την τελευταία στιγμή όμως, κι ενώ η γυναίκα του φέρνει στα χείλη την κούπα, το μετανοιώνει και δεν την αφήνει να πιεί. Εκείνη αντιλαμβάνεται τι πήγε να γίνει, παθαίνει κρίση και ξεψυχάει. Προηγουμένως, του είχε ομολογήσει ότι η ίδια υπέβαλε την ιδέα στο παιδί της να φύγει, για να εκδικηθεί τον άντρα της.

Συγκλονιστική κι αυτή η ερωτική ιστορία. Ποιο το «χρέος» και ποια η «ευθύνη» του Βασίλη; Είναι δολοφόνος ο Βασίλης; Εξ αμελείας ή από πρόθεση; Πόσο φταίει κι η Κατίνα που του μαύρισε την ψυχή με το θέμα του γιού τους και τον πίεσε αφόρητα («γράφ’ του να γυρίσει…»), ενώ η ίδια τον είχε απομακρύνει; Υπέροχη ιστορία, με εξαίσιες ερμηνείες από τον Διαμαντόπουλο και (κυρίως) την Βάσω Μεταξά.

3η ιστορία: « Το ραντεβού της Κυριακής».
Σενάριο: Λούλα Αναγνωστάκη, Φωτογραφία: Αριστείδης Καρύδης-Φουκς.
Παίζουν: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Νίκος Κούρκουλος, Ανδρέας Ζησιμάτος, Έφη Μελά, Αλέκα Παΐζη, Νέλλη Ρούμπου, Κατερίνα Χέλμη, Θανάσης Βέγγος, Κούλα Αγαγιώτου, Θόδωρος Έξαρχος, Τρύφων Καρατζάς.

Υπόθεση: Η όμορφη νεαρή κομμώτρια Μαρίτσα (Βουγιουκλάκη) κι ο όμορφος νεαρός υπάλληλος ξενοδοχείου Πέτρος (Κούρκουλος) αγαπιούνται, αλλά ψάχνουν και για «κάτι καλύτερο». Έτσι, μια Κυριακή, η μεν Μαρίτσα συνοδεύει τον πλούσιο Θέμη (Ζησιμάτος) σε ένα πάρτυ, όπου γνωρίζει την παρέα του, ο δε Πέτρος μια αμερικανίδα δημοσιογράφο (Έφη Μελά)που θέλει να τον φωτογραφίσει με φόντο τα Αρχαία της Αθήνας. Οι ελπίδες και των δύο για αυτό το κάτι καλύτερο αποδεικνύονται φρούδες και η απογοήτευση οδηγεί ξανά τον έναν στην αγκαλιά του άλλου.

Καλή ιστορία, η πιο «αδύναμη» όμως απ’ τις τρεις, αν και το σενάριο το έγραψε η Αναγνωστάκη. Το δίδυμο Βουγιουκλάκη – Κούρκουλος καλοί στο ρόλο τους, λίγο πριν την έκρηξη της δημοτικότητάς τους. Η αναζήτηση του «κάτι καλύτερου» ή η πραγματοποίηση ενός πλούσιου γάμου για τα φτωχόπαιδα (σε βάρος του έρωτα ή της αγάπης) «δυνάστευσε» για δεκαετίες τις μικροαστικές και εργατικές οικογένειες. Ο Καψάσκης αποδίδει την «ιστορία» θαυμάσια.

Η ταινία συνολικά είναι, αδιαμφισβήτητα, η καλύτερη του Καψάσκη. Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τον λόγο που οι κριτικοί δεν την περιλαμβάνουν στις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών…


3. Η ΛΙΖΑ ΤΟ ’ΣΚΑΣΕ (1959) Α/Μ – 83 λεπτά, Κωμωδία
Παραγωγή: Δέλτα Φιλμ
Σενάριο: Γιάννης Μαρής, Φωτογραφία: Τζέρυ Καλογεράτος, Σκηνογράφος: Μαριλένα Αραβαντινού, Σχέδια (ζενερίκ): Αλέκος Φασιανός, Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, Τραγούδι: Νάνα Μούσχουρη.
Παίζουν: Ξένια Καλογεροπούλου, Κώστας Κακαββάς, Κώστας Χατζηχρήστος, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Μαρίκα Κρεββατά, Μιχάλης Καλογιάννης, Τάκης Χριστοφορίδης, Φραγκίσκος Μανέλλης, Γιάννης Σπαρίδης, Νάντα Τζάκα, Ελένη Πππά, Γιάννης Κωστής, Λουκιανός Ροζάν, Γιώργος Διαμαντής.

Υπόθεση: Η Λίζα (Καλογεροπούλου) το σκάει, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, από τους γονείς της (Παπαγιαννόπουλο – Κρεββατά), προκειμένου να αποφύγει τον γάμο με έναν πλούσιο έμπορο που της δίνει αναγκαστικά ο πατέρας της. Γνωρίζει τυχαία τον Γιώργο (Κακκαβά), τον ερωτεύεται και, μετά από διάφορες περιπλανήσεις και μικροπεριπέτειες, με τη συνδρομή και του θείου της Ιορδάνη (Χατζηχρήστος), ο πατέρας της πείθεται να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της κι όχι εκείνον που θέλει αυτός.

Αδιάφορη κωμωδία, με μέτριες ερμηνείες και κακό σενάριο (παραδόξως για τον Μαρή). Η καλύτερη στιγμή της ταινίας είναι η σε πρώτη εκτέλεση παρουσίαση του «Υμηττού» (Εκεί ψηλα στον Υμηττό ...)του Χατζιδάκι, με ερμηνεύτρια την Νάνα Μούσχουρη (είναι η εκτέλεση με τα σφυρίγματα).

4. ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΘΥΕΛΛΑ (1961) Α/Μ – 83 λεπτά, Μελόδραμα.
Παραγωγή: Μεμάς Παπαδάτος, Χρήστος Μανιάτης
Σενάριο: Νίκος Φώσκολος, Φωτογραφία: Παύλος Φιλίππου, Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, Τραγούδι: Νάνα Μούσχουρη, Αδαμάντιος Πανάρετος, Σκηνογράφοι: Τάσος Ζωγράφος, Γιώργος Στεργίου.

Παίζουν: Ξένια Καλογεροπούλου, Στέφανος Ληναίος, Γιάννης Φέρτης (σε πρώτη εμφάνιση), Μάρθα Βούρτση, Λαυρέντης Διανέλλος, Σαπφώ Νοταρά. Θόδωρος Κατσαδράμης, Βασίλης Μαλούχος, Κώστας Σαντοριναίος, Σπύρος Παππάς, Δημήτρης Κατσούλης, Τόλης Χαρμάς.

Υπόθεση: Μελοδραματική πραγμάτευση του θέματος «έρωτας σε καιρό πολέμου». Δυο φίλοι στρατιώτες, ο επιλοχίας Τάσος (Ληναίος) και ο Δημήτρης (Φέρτης) επιστρέφουν στην Αθήνα από το αλβανικό μέτωπο. Συναντούν μια κοπέλα, την Άννα (Καλογεροπούλου), με την οποία ο Τάσος είχε γνωριμία δι' αλληλογραφίας από μέτωπο, καθώς και τη φίλη της Σάσα (Βούρτση). Τα πράγματα περιπλέκονται καθώς η κοπέλα δείχνει ενδιαφέρον για τον δεύτερο στρατιώτη, κι έτσι ανάμεσα της δύο φίλους μοιραία επέρχεται κάποια ρήξη. Τελικά, ο Τάσος, αναλογιζόμενος ίσως ότι ο Δημήτρης του έσωσε τη ζωή στον πόλεμο, θυσιάζει τη ζωή του προς χάριν του φίλου του και του έρωτά του με την Άννα.

Κι εδώ ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινία είναι η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Στο σάουντρακ της ταινία περιλαμβάνονται τα τραγούδια «Είμ’ αητός χωρίς φτερά» (στίχοι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου) και «Αχ Λεμονιά» με τον Αδαμάντιο Πανάρετο, καθώς και το «Αγόρι μου ξενητεμένο» με την Νάνα Μούσχουρη.

5. ΟΙ ΓΑΜΠΡΟΙ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ (1962), Α/Μ – 76 λεπτά, Κωμωδία
Παραγωγή: Κλέαρχος Κονιτσιώτης
Σενάριο: Νίκος Τσιφόρος, Πολύβιος Βασιλειάδης
Φωτογραφία: Giovani Varriano, Σκηνογράφος: Τάσος Ζωγράφος

Παίζουν: Βασίλης Αυλωνίτης, Γεωργία Βασιλειάδου, Νίκος Ρίζος, Έλσα Ρίζου, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Πόπη Λάζου, Κώστας Μεντής, Κατερίνα Γιουλάκη, Έφη Μελά, Ζέτα Αποστόλου, Βαγγέλης Σάκαινας
Υπόθεση: Ο Βαγγέλης (Αυλωνίτης), πασχίζει να παντρέψει την μεγαλούτσικη (όχι όμως και σαν την Πελοπόννησο …) γεροντοκόρη αδελφή του Ευτυχία (Βασιλειάδου), με τον Κλεομένη (Ρίζο), ώστε να ανοίξει και για κείνον ο δρόμος και να παντευτεί την επί σειρά ετών αρραβωνιαστικιά του Λίνα (Πόπη Λάζου). Ο Κλεομένης όμως ερωτεύεται τη Γιούλα (Ε. Ρίζου), ανηψιά της Ευτυχίας, αν και στη συνέχεια υποκύπτει και δέχεται να ταξιδέψουν όλοι μαζί στην Ύδρα, το νησί των ερωτικών αναμνήσεων της Ευτυχίας, προκειμένου να γνωριστούν καλύτερα. Η υπόθεση περιπλέκεται όταν εμφανίζεται ο Κούλης (Τσιτσόπουλος) ο οποίος θέλει να παντρευτεί την Ευτυχία (όποια κι αν είναι αυτή, διότι δεν λείπουν οι παρεξηγήσεις) επειδή νομίζει ότι έχει κερδίσει ένα σημαντικό ποσό σε μία λαχειοφόρο αγορά κάποιων μετοχών. Πλούσια όμως δεν γίνεται η θεία αλλά η ανηψιά κι έτσι η Ευτυχία, που χάνει και τον γαμπρό και τα χρήματα, πέφτει σε κατάθλιψη και θέλει να γίνει καλόγρια. Τη λύση δίνει η εμφάνιση του φαρμοκοποιού Χαρίλαου (Σάκαινας), νεανικού έρωτα της Ευτυχίας, ο οποίος τη ζητάει σε γάμο κι έτσι όλοι βολεύονται. Ο Βαγγέλης, μάλιστα, πανευτυχής φωνάζει: «Μέχρι και τα κανόνια του 21 έβαλα, Ευτυχία μου, να βαρέσουν. Δόξα σοι ο Θεός!!!»

Σπαρταριστή κωμωδία στο ύφος των Τσιφόρου – Βασιλειάδη, με πολύ καλές ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς. Υπενθυμίζω κάποιες απ’ τις διάσημες ατάκες της ταινίας: Βασιλειάδου: «Και πιάνο παίζω, και γαλλικά παίζω, κι όλα τα παίζω». - Αυλωνίτης: «Η αδερφή μου δεν είναι κοριτσόπουλο, είναι ψημένη γυναίκα. Είναι λίγο καμένη στις άκρες, αλλά καθαρίζεται, δεν έχει σημασία». - Ρίζος: «Από εμφάνιση δε μου είπες, Βαγγέλη», Αυλωνίτης: «Καφέ, θες καφέ …»

6. ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΕΣ (ΓΙΑ ΔΕΣΙΜΟ) (1962), Α/Μ, 75 λεπτά, Κωμωδία
Παραγωγή: Νίκος Μήλας, Σταύρος Βεδουράς
Σενάριο: Σωτήρης Καψής, Φωτογραφία: Νίκος Μήλας, Σκηνογράφοι: Μανώλης Ζαμπέλας, Βαγγέλης Σοφατζόγλου
Παίζουν: Θανάσης Βέγγος, Σταύρος Ξενίδης, Κώστας Βουτσάς, Έφη Οικονόμου, Ζαννίνο, Αλέκος Τζαννετάκος.

Υπόθεση: «Ταλαίπωρος, Ελλάς, πότε θα έρθει η ώρα της ευτυχίας σου;» αναρωτιέται ένας παλαβιοάρης καθηγητής αστροφυσικής (Ξενίδης). «Πότε θα φάμε ψωμάκι;», προσθέτει ο βοηθός και τεχνικός διευθυντής του εργαστηρίου του Θανάσης (Βέγγος). Οι δυο τους με τη βοήθεια του Πολύκαρπου (Βουτσάς) και του Χαράλαμπου (Ζαννίνο), προσπαθούν να εκτοξεύσουν έναν πύραυλο στο διάστημα, για να δοξάσουν την Ελλάδα. Δυστυχώς, η προσπάθειά τους έχει άδοξη κατάληξη αφού ο πύραυλος δεν απογειώνεται αλλ’ ανοίγει μία τρύπα στη γη από την οποία βγαίνει νερό. Ευέλικτος ο Θανάσης, προτείνει στον καθηγητή και συναποφασίζουν αμέσως να αφήσουν το διάστημα και να φτιάξουν στη γη ένα... μποστάνι!

Άνιση κωμωδία, λίγο σουρεαλιστική, λίγο ανόητη, με έναν εξαιρετικό Ξενίδη κι ένα εξίσου καλό Βέγγο.

7. Ο ΤΑΥΡΟΜΑΧΟΣ ΠΡΟΧΩΡΕΙ!... (1963), Έγχρωμη – 79 λεπτά, Αισθηματική Κωμωδία
Παραγωγή: Δήμος Χατζηχρήστος
Σενάριο: Λάκης Μιχαηλίδης, Φωτογραφία: Δήμος Σακελλαρίου, Μουσική: Γιώργος Κατσαρός, Τραγούδι: Τώνης Μαρούδας. Βοηθ. Σκην: Δήμος Θέος

Παίζουν: Κώστας Χατζηχρήστος, Νίκος Φέρμας, Μαρίκα Νέζερ, Θανάσης Μυλωνάς, Λιάνα Ορφανού, Γιώργος βελέντζας, Άννα Σταυρίδου, Dorio Nαnnete, Γιώργος Λουκάκης, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Πόπη Δεληγιάννη, Αθηνά Σταυροπούλου κ.α.

Υπόθεση: Ο Ανδρέας (Νίκος Φέρμας) ζωέμπορος που επεκτείνει τις δουλειές του στα κατεψυγμένα («κατεψυγμένο ίσον πολιτισμός», λέει) προσπαθεί να μάθει οδήγηση με δάσκαλο τον Μικέ (Χατζηχρήστο). Η κόρη του Τζούλια (Νανέτ Ντορίκ) είναι μελαγχολική εξ αιτίας κάποιας ερωτικής απογοήτευσης κι η μητέρα της (Μ. Νέζερ), παλαβιάρα και ψωνισμένη με την «καλή κοινωνία» και τις συνήθειές της, την προτρέπει να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη με τον πατέρα της και οδηγό (σωφέρ) τον Μικέ. Το ταξίδι πραγματοποιείται (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία), κατά τη διάρκειά του δε ο Μικές με τη Τζούλια ερωτεύονται. Μάλιστα, ο Μικές για να κατακτήσει τη Τζούλια, που σιγά-σιγά βρίσκει το κέφι της, φτάνει στο σημείο να γίνει μέχρι … ταυρομάχος! Ο πατέρας αποδέχεται τον Μικέ για γαμπρό του και, μετά από προσπάθεια, πείθεται και η επηρμένη μάνα, η οποία μέχρι τότε επιθυμούσε για την κόρη της έναν γαμπρό της αστικής τάξης, τον Νίνο (Τσιτσόπουλος), και το ευτυχές τέλος είναι πλέον γεγονός.

Μέτρια κωμωδία, η οποία αποτέλεσε «εμπορική αποτυχία» και σήμανε την «οικονομική καταστροφή» του Χατζηχρήστου (όπως ο ίδιος αναφέρει στο βιβλίο του Πέτρου Γεωργιόπουλου «Ο Χατζηχρήστος τα λέει όλα»). Η πολυδάπανη περιήγηση στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, πράγματι, δεν προσέφερε τίποτα στους θεατές… Ο Τώνης Μαρούδας τραγουδάει το τραγούδι «Στον δρόμο τον χαμένο μου είσαι το πεπρωμένο μου».

8. Ο ΚΑΖΑΝΟΒΑΣ (1963), Α/Μ – 79 λεπτά, Κωμωδία
Παραγωγή: Κλέαρχος Κονιτσιώτης
Σενάριο: Ναπολέων Ελευθερίου, Κώστας Νικολαΐδης, Φωτογραφία: Giovani Varriano, Μουσική: Γιώργος Μητσάκης, Τραγούδι: Γιώργος Μητσάκης, Άννα Μαριάννα

Παίζουν: Κώστας Χατζηχρήστος, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Μάρθα Καραγιάννη, Δημήτρης Νικολαΐδης, Νίκος Φέρμας, Ντόρα Κωστίδου, Ντίνα Τριάντη, Κώστας Παπαχρήστος, Ζαννίνο, Γιώργος Λουκάκης, Μιρέλλα Τσάρου, Όλγα Μάγερ, Β. Κορμού, Τζίνα Κουριά, Κώστας Μεντής, Σ. Σταυρίδου.

Υπόθεση: Ο Γιώργος Χατζηγεωργαλάς (Χατζηχρήστος) επηρεασμένος από ένα βιβλίο για τον Καζανόβα, πιστεύει ότι είναι ο … συνεχιστής του έργου του. Έτσι, αφήνει τα Φάρσαλα και κατεβαίνει στην Αθήνα, στα δυο του συνονόματα ξαδέρφια (Δ. Νικολαΐδης, Λ. Κωνσταντάρας) με σκοπό να κατακτήσει τον γυναικείο πληθυσμό. Όμως οι «δουλειές» των ξαδέρφων του δεν είναι και τόσο καθαρές με αποτέλεσμα να καταλήξει στη φυλακή, όπου συνετίζεται κι απ’ όπου τον βγάζει η Τζούλια (Τριάντη), πρώην ερωμένη του ενός ξάδερφου του, η οποία τον ερωτεύεται και πείθει τον αδερφό της (Φέρμας) να πληρώσει την ποινή για την αποφυλάκιση του μέλλοντος γαμπρού του.

Καλή κωμωδία με έναν καλό (αν και κάπως υπερβολικό Χατζηχρήστο). Στα υπέρ της ταινίας είναι η παρουσία του Γιώργου Μητσάκη, ο οποίος μαζί με την τραγουδίστρια Άννα Μαριάννα ερμηνεύουν ένα ποτ-πουρί από τα τραγούδια «Θέλω στα μπουζούκια απόψε να με πας», «Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος σου», «παλαμάκια-παλαμάκια», «όπου Γιώργος και μάλαμα», καθώς και το «καυγαδάκι».


9. ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΖΩΗ (1964), Α/Μ – 120 λεπτά, Κοινωνικό δράμα
Παραγωγή: Αφοί Ρουσσόπουλοι, Γ. Λαζαρίδης, Δ. Σαρρής, Κ. Ψαρράς,
Σενάριο: Γιώργος Παπακυριακάκης, Φωτογραφία: Giovani Varriano, Σκηνογράφος: Βασίλης Φωτόπουλος, Μουσική: Κώστας Καπνίσης, Μπουζούκι: Γιώργος Ζαμπέτας,

Παίζουν: Νίκος Κούρκουλος, Άννα Φόνσου, Θάνος Κωτσόπουλος, Βαγγέλης Σειληνός, Ίλυα Λυβικού, Νίκος Ξανθόπουλος, Βασίλης Κανάκης, Μαίρη Λαλοπούλου, Μάρθα Βούρτση, Κώστας Καρράς, Μάγια Μελάγια, Αλίκη Ζωγράφου, Έλλη Φωτίου, Μαρία Κωνσταντάρου (σε πρώτη εμφάνιση), Βασίλης Μαυρομάτης, Κώστας Μπαλαδήμας, Bebe Larose, Anny Bennet, Αλίκη Ηλιοπούλου, Μαρία Ιωαννίδου, Τάκης Σαγιώρ, Λεωνίδας Ιωαννίδης, Νίκος τσαχιρίδης (που δεν αναφέρεται στους τίτλους) κ.α.

Υπόθεση: Η Κατερίνα (Φόνσου) είναι ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο, που της αρέσει να κερδίζει τις καρδιές των αντρών και στη συνέχει να τους παρατάει δίχως την παραμικρή εξήγηση. Αυτό συνέβη αρχικά με ένα λαϊκό τραγουδιστή (Ν. Ξανθόπουλο), στη συνέχει με ένα πλουσιόπαιδο της παρέας της (Κ. Καρρά) και τέλος με έναν επαγγελματία ζιγκολό (Β. Σειληνό). Ο λόγος είναι ότι πάσχει από μία ανίατη ασθένεια της καρδιάς και πρόκειται να πεθάνει πολύ σύντομα, ιδίως εάν έχει μία μεγάλη ερωτική συγκίνηση. Για την ασθένειά της αυτή θεωρεί υπεύθυνο τον πατέρα της (Κωτσόπουλο), ο οποίος απατούσε τη μητέρα της (Λυβικού) μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, πράγμα που η Κατερίνα αντιλήφθηκε. Είναι, λοιπόν, στριφνή, δύστροπη, επιθετική με όλους, ώσπου γνωρίζει τον όμορφο πολιτικό μηχανικό Στέφανο (Ν. Κούρκουλο), τον οποίο και ερωτεύεται και, προτιθέμενη να του δοθεί (πράγμα που δεν είχε κάνει με κανέναν μέχρι τότε), μαλακώνει και αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ελβετία με τον πατέρα της, προκειμένου να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση που θα της ξαναδώσει την υγεία της. Όμως, τυχαία μαθαίνει ότι ο Στέφανος είναι παντρεμένος με παιδί. Απογοητεύεται, χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της και, σε παροξυσμό ευρισκόμενη, «δίνεται» στον Στέφανο και πεθαίνει στην αγκαλιά του. Ο θάνατός της είναι στην ουσία αυτοκτονία …

Διψούσε για ζωή, λοιπόν, η Κατερίνα διότι είχε τον θάνατο στο κατώφλι της. Κι ήρθε ο θάνατος την ώρα ακριβώς που αποφάσισε να τον πολεμήσει: βρίσκεται στην αγκαλιά του Στέφανου κι οι χτύποι της καρδιάς εντείνονται… Πεθαίνει και το κάδρο παγώνει με την κραυγή του Στέφανου «Κατερίνα!». Συγκινητική, αν μη τι άλλο, η όλη η ιστορία (αν και σε κάποια σημεία της εκτρέπεται σε … «Φωσκολισμούς»). Αλλά η ταινία έχει κι άλλα αξιόλογα πράγματα: παρουσιάζει σ’ όλο της το μεγαλείο της ανοικοδόμηση της δεκαετίας του 60, την αναγκαιότητα της μετανάστευσης (της «κρουαζιέρας στα εργοστάσια» της Γερμανίας), τη θέση της γυναίκας και τα ήθη της εποχής («Προχθές γύρισε σουρωμένη. Μου γύρεψε ακόμα και τσιγάρο», λέει σε μια σκηνή ο Μπαλαδήμας). Κι η Άννα Φόνσου, κυρίαρχη σ’ όλη την τανία, σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της (από τους άλλους, ξεχωρίζει ο Σειληνός στο ρόλο του ζιγκολό).

Ο Δημήτρης Κολιοδήμος έγραψε στο «Λεξικό» του: Μία από τις μεγάλες εμπορικές επιτυχίες του 1965, που δημιούργησε ένα «πρόβλημα» στον ελληνικό κινηματογράφο της εποχής της: ήταν μία «εμπορική» ταινία διαφορετική, πιο «προχωρημένη» από τις άλλες, που θέλησε να πει κάτι παραπάνω για τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και που το κοινό την αγκάλιασε με αγάπη.


10. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ (1964), Α/Μ – 90 λεπτά, Αισθηματικό δράμα.
Παραγωγή: Αφοί Ρουσσόπουλου, Γ. Λαζαρίδης, Δ. Σαρρής, Κ. Ψαρράς,
Σενάριο: Γιάννης Μαρής (από το μυθιστόρημά του «Το τελευταίο καλοκαίρι»,) Φωτογραφία: Γιάννης Πουλής, Σκηνογράφος: Νίκος Νικολαΐδης, Μουσική: Κώστας Κλαβάς, Τραγούδι: Τζένη Βάνου.

Παίζουν: Τίτος Βανδής, Άννα Φόνσου, Βαγγέλης Σειληνός, Φλωρέττα Ζάννα, Γιώργος Μοσχίδης, Γρηγόρης Βαφιάς, Ράνια Κωστίδου, Χρύσα Κοζύρη κ.α.

Υπόθεση: Ο διάσημος καθηγητής και χειρουργός Καλομοίρης (Τίτος Βανδής) ερωτεύεται παράφορα μια ακροβάτισσα του τσίρκου, τη Νίνα (Άννα Φόνσου). Παρά τις αντιρρήσεις της μοναχοκόρης του (Φλ. Ζάννα), συνάπτει ερωτικές σχέσεις με τη Νίνα, παραμελεί τη δουλειά του, χαρίζει στη Νίνα ένα πολυτελές σπίτι και χρηματοδοτεί τις προσπάθειές της να πετύχει στο θέατρο. Μάλιστα, χρηματοδοτεί μια πανάκριβη τουρνέ του θιάσου της σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι τυφλωμένος απ’ τον έρωτα και δεν «βλέπει» ότι η Νίνα τον εκμεταλλεύεται και τον κοροϊδεύει. Με τον καιρό, μάλιστα, τον ξεφτιλίζει απροκάλυπτα μπροστά στα μάτια του (φανερού πια) εραστή της (Β. Σειληνό) στέλνοντας τον να του αγοράσει τσιγάρα. Στο τέλος, τον διώχνει βίαια από κοντά της. Καιρό μετά, κι ενώ ο καθηγητής έχει «γιατρευτεί», η Νίνα του ξαναζητάει βοήθεια και συγκεκριμένα του ζητάει να εγχειρήσει τον βαριά άρρωστο άντρα της, έναν φτωχό υδραυλικό, με αντάλλαγμα να επιστρέψει σ’ εκείνον. Ο καθηγητής προσφέρει τη βοήθειά του, σώζει τον ασθενή, αλλά δεν δέχεται την προσφορά της Νίνας...

Πρόκειται στην ουσία για μεταφορά στην ελληνική μεγάλη οθόνη του μύθου του «Γαλάζιου αγγέλου» (του Γιόζεφ Φον Στρένμπεργκ, με τη Μάρλεν Ντίντριχ, από το βιβλίο του Χάινριχ Μαν): ο ηλικιωμένος καθηγητής ερωτεύεται μία μικρούλα, γίνεται υποχείριό της και σταδιακά ξεπέφτει προσωπικά και κοινωνικά. Ενδιαφέρουσα ταινία (αν και οι ερμηνείες – και ιδίως του Βανδή -είναι κατώτερες από αυτό που θα περίμενε κανείς). Ο Καψάσκης, για άλλη μια φορά, προσπαθεί να διεισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή και να εξετάσει το παράλογο ερωτικό πάθος, το οποίο δεν διστάζει, στιγμιαία, να ταυτίσει με την ίδια την ευτυχία, δικαιολογώντας το απόλυτα (και μάλιστα, με λογικά επιχειρήματα). «Δεν εξετάζω τι δίνει αυτή σε μένα, αλλά τι παίρνω εγώ απ’ αυτή», λέει σε κάποιο σημείο ο καθηγητής, και συνεχίζει: «Βρίσκομαι σε μια ηλικία που την ευτυχία, όταν δεν την έχει κανείς, είν’ αναγκασμένος να την αγοράσει μ’ οποιοδήποτε αντάλλαγμα». Η ταινία, δυστυχώς, είναι από τις λιγότερο γνωστές ταινίες του Καψάσκη, υποτιμημένη τόσο από το κοινό, όσο και από τους «ειδικούς»…


11. ΕΞΩΤΙΚΕΣ (ΕΡΩΤΙΚΕΣ) ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ (1964), Α/Μ – 90 λεπτά, Κωμωδία
Παραγωγή: Μανώλης Σκουλούδης (ΜΑΣΚ ΦΙΛΜ).
Σενάριο: Γιώργος Ρούσσος (διασκευή από το ομώνυμο θεατρικό έργο), Φωτογραφία: Τάκης Καλαντζής,

Παίζουν: Νάντια Χωραφά, Νίκος Σταυρίδης, Ζωή Φυτούσης, καίτη Λαμπροπούλου, Γιάννης Γκιωνάκης, Τάκης Μηλιάδης, Μάρθα Βούρτση, Ζαννίνο, Σταύρος Ξενίδης, Σαπφώ Νοταρά.

Υπόθεση: Μια κοπέλα (Ν. Χωραφά) που είναι ερωτευμένη με τον γυναικοθήρα εξάδελφό της (Ν. Σταυρίδης). Εκείνος δεν της δίνει σημασία και, γι’ αυτό το λόγο, εκείνη προσπαθεί με τη βοήθεια της σπιτονοικοκυράς του (Σ. Νοταρά) να τον κάνει να την ερωτευτεί, ποτίζοντάς τον με διάφορα βότανα και ερωτικά φίλτρα.

Ο Δημήτρης Κολιοδήμος σημειώνει στο «Λεξικό» του: «Οι δύο ελληνικοί τίτλοι είναι χαρακτηριστικοί των τάσεων της λογοκρισίας της εποχής: η αλλαγή ενός γράμματος (το ρο σε ξι) είχε ως αποτέλεσμα η ταινία από ακατάλληλη για ανηλίκους να χαρακτηριστεί κατάλληλη! Πρόκειται για τη λιγότερο γνωστή ταινία του Καψάσκη (αλλά και του Σταυρίδη)».


12. ΠΕΡΑΣΤΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ (1965), Α/Μ, 80 λεπτά, Κωμωδία
Παραγωγή: Αντώνης Καρατζόπουλος
Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος (διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του), Φωτογραφία: Δήμος Σακελλαρίου, Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας, Τραγούδι: Βίκυ Μοσχολιού, Πάνος Τζανετής, Σκηνογράφος: Πέτρος Καπουράλης.

Παίζουν: Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Άννα Φόνσου, Σταύρος Ξενίδης, Μπέττυ Αρβανίτη, Πέτρος Λοχαΐτης, Ματίνα Καρρά, Αθηνόδωρος Προύσαλης, Υβόννη Βλαδιμήρου, Ντέπυ Γεωργίου, Θ. Κεφαλοπούλου, Μαργαρίτα Γεράρδου, Άγγελος Συρογιάννης.

Υπόθεση: Η Άννα (Άννα Φόνσου) μια νεαρή και νόστιμη πλασιέ και εισπράκτορας οφειλών, ερωτεύεται έναν νέο κι όμορφο, πλην κακοπληρωτή πελάτη της, τον Δημήτρη (Παπαμιχαήλ), ο οποίος συνηθίζει να αποφεύγει την πληρωμή των οφειλομένων με τη φράση: «Περάστε την πρώτη του μηνός», τον οποίο τελικά καταφέρνει το μεν να συνετίσει το δε να κερδίσει ερωτικά, αποσπώντας τον από την αγκαλιά της σνομπ ερωμένης του (Μπ. Αρβανίτη), γυναίκας του καλοσυνάτου συναδέλφου της Ηλία (Στ. Ξενίδης)

Πολύ καλή κωμωδία του Σακελλάριου, διεκπαιρεωμένη άριστα από τον Καψάσκη. Εμφανίζεται ο Ζαμπέτας κι ακούγονται τα τραγούδια του «Βοριάς είν’ η αγάπη σου» («με αγαπάς σε αγαπώ») και «Έλα και πες μου» («Μεσάνυχτα που να σε βρω») με τον Πάνο Τζανετή και τη Βίκυ Μοσχολιού.


13. ΠΙΚΡΗ ΖΩΗ (1965), Α/Μ – 88 λεπτά, Αισθηματικό δράμα
Παραγωγή: Αντώνης Καρατζόπουλος
Σενάριο: Κώστας Ασημακόπουλος, Φωτογραφία: Δημήτρης Παπακωνσταντής, Μουσ. Εκτέλεση: «Play Boys», Σκηνογράφος: Πέτρος Καπουράλης.

Παίζουν: Άννα Φόνσου, Φαίδων Γεωργίτσης, Κώστας Καρράς, Μαίρη Λαλοπούλου, Ρίτα Μουσούρη, Θόδωρος Μορίδης, Μαίρη Μεταξά, Γιώργος Γρηγορίου, Αλέκος Κουρής, Κώστας Μπαλαδήμας, Δημήτρης Σημιριώτης, Σπύρος Καμπάνης, Στέλιος Καπάτος, Μαίρη Γκίκα, Θεόδωρος Ιασωνίδης, Κώστας Σερέφογλου.

Υπόθεση: Η ανάπηρη Μαρίνα (Άννα Φόνσου) μαθαίνει με χαρά ότι της παιδικός της φίλος (Φαίδων Γεωργίτσης) επέστρεψε ως λαμπρός γιατρός στην Ελλάδα, μετά από πολλά χρόνια σπουδών στο εξωτερικό. Θυμάται της στιγμές που έζησαν, καθώς και τον τρόπο που ένας φίλος της (Κώστας Καρράς) και η θεία της (Ρίτα Μουσούρη) τους απομάκρυναν. Η συνάντησή της θα διαλύσει τα νέφη και μάλιστα θα δώσει στην ανάπηρη κοπέλα μια ελπίδα θεραπείας.


14. Ο ΖΕΣΤΟΣ ΜΗΝΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ (1966), Α/Μ – 86 λεπτά, Αστυνομικό δράμα
Παραγωγή: Βικτωρία Καψάσκη
Σενάριο: Σ. Καψάσκης, Φωτογραφία: Δημήτρης Παπακωνσταντής, Σκηνογράφος: Τάσος Ζωγράφος.

Παίζουν: Γιάννης Φέρτης, Μπέττυ Αρβανίτη, Πέτρος Φυσσούν, Μηνάς Χρηστίδης, Κατερίνα Βασιλάκου, Λαυρέντης Διανέλλος, Στέφανος Στρατηγός, Τζόλυ Γαρμπή, Άγγελος Αντωνόπουλος, Γιώργος Βελέντζας, Νίκος Πασχαλίδης, Μαίρη Μεταξά, Νίκος Νεογέννης, Αρετή Πίτσικα, Δημήτρης Μωραΐτης, Annie Liliedahl.

Υπόθεση: Ο Ιάσων Φιλίππου (Φέρτης) μόλις έχει απολυθεί από το στρατό κι επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Ρόδο. Αισθάνεται αποτυχημένος κι η απογοήτευσή του είναι έκδηλη. Ήθελε να παραμείνει στην Αθήνα, αλλά δεν μπόρεσε. Γυρνούσε νικημένος, αλλά ταξίδευε πρώτη θέση για να γλυκάνει τον «χαμό κάθε ελπίδας να γυρίσει στην Αθήνα». Στο πλοίο γνωρίζεται με έναν επαγγελματία ζιγκολό, τον Κώστα Μακρή (Φυσσούν), με μια πλούσια γυναίκα, τη Μάρθα Φωκά (Αρβανίτη), η οποία τον καταγοητεύει, αλλά συναντάει κι ένα κοριτσόπουλο, την Ελπίδα (Βασιλάκου) με τη μητέρα της (Γαρμπή), που τον καλοβλέπουν για γαμπρό. Με το που φτάνει στο σπίτι του, γίνεται κουβέντα για το τι μέλλει γενέσθαι με το θέμα της δουλειάς και ζητάει απ’ τον πατέρα του (και τον εαυτό του προθεσμία ενός μηνός), όλον τον ζεστό μήνα Αύγουστο ώστε να αποφασίσει εάν θα δεχθεί τη θέση υπάλληλου υποθηκοφυλακείου. Ξανασυναντιέται με την Μάρθα και γίνεται εραστής της. Ο Αύγουστος περνάει ευχάριστα ώσπου στο νησί φτάνει ο είρων και αγενής σύζυγος της Μάρθας (Μ. Χρηστίδης). Με το πέρασμα του χρόνου μας αποκαλύπτεται ότι ο Κώστας, ο ζιγκολό, ήταν άνθρωπος του Φωκά, που παρακαλουθούσε τη Μάρθα και τον ενημέρωνε, αλλά αργότερα έγινε εραστής της, σχεδίαζαν δε μαζί να σκοτώσουν τον Φωκά ενοχοποιώντας τον Ιάσονα. Ο Φωκάς υποψιάζεται πως κάτι συμβαίνει κι έτσι, όταν αισθάνεται ότι απειλείται, σκοτώνει τη γυναίκα του και τραυματίζει τον Κώστα, ρίχνοντας την ευθύνη στον Ιάσονα. Ο Ιάσων συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Μέσα στη φυλακή σκέφτεται ότι «ο μήνας Αύγουστος έχει τελειώσει … είμαι χαμένος …», όμως τη λύση θα δώσει η σύλληψη. Ο Ιάσων αποφυλακίζεται. Έξω απ’ τη φυλακή τον περιμένει η … Ελπίδα!

Η δεύτερη καλύτερη ταινία του Καψάσκη μετά τις «Ερωτικές ιστορίες». Κι εδώ η αναζήτηση, η επιθυμία του «κάτι παραπάνω», του «κάτι καλύτερο». Όλοι κάτι παραπάνω επιδιώκουν τον ζεστό μήνα Αύγουστο, τον μήνα που όλοι «χαλαρώνουν», που όλοι δίνουν μια «προθεσμία» στον εαυτό τους να το πετύχουν: ο Κώστας, ο ζιγκολό τη μόνιμη σχέση, η Μάρθα να απεμπλακεί από έναν δυσάρεστο (αλλά όχι και τόσο ενοχλητικό) σύζυγο, ο Ιάσων την ευκαιρία να ξεφύγει από το υπαλληλίκι, ο Φωκάς να καρπωθεί την περιουσία της συζύγου του κι η Ελπίδα να κερδίσει τον άντρα που αγαπάει. Κι όλοι χρησιμοποιούν ως μέσο τους τον έρωτα. Δημιουργείται έτσι ένα άκρως ενδιαφέρον ερωτικό… πολύγωνο το οποίο, με το πέρας του Αυγούστου, διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Ουδείς πετυχαίνει την επιδίωξή του, οι ελπίδες όλων διαψεύδονται. Ακόμη κι αν η Ελπίδα φαίνεται να κερδίσει αυτό που ήθελε, είναι περισσότερο από σαφές ότι αυτό δεν είναι ακριβές, αφού ο Ιάσων μένει μαζί της συμβιβασμένος, επειδή νικήθηκε κι όχι επειδή ήταν η πρώτη του επιλογή. Κι όλα τούτα σε μία σχεδόν νουάρ ατμόσφαιρα. Πάρα πολύ καλός και πειστικός ο Μηνάς Χριστίδης, δίχως νεύρο οι ερμηνείες του Φέρτη και του Φυσσούν. Οι Αρβανίτη με την Βασιλάκου, όπως τις ξέρουμε, σταθερά καλές (και τυποποιημένες). Μολαταύτα, μία υπέροχη ταινία (αν και παραγνωρισμένη).

Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η ταινία είχε την ακόλουθη «περιπέτεια»: ερχόμενη στην Ελλάδα η Αμερικανίδα σκηνοθέτις Ντόρις Γουίσμαν (σκηνοθέτησε κυρίως B-movies), αγόρασε δύο ταινίες προκειμένου να τις ντουμπλάρει και να τις «βγάλει» στην Αμερική. Μία απ’ αυτές ήταν ετούτη η ταινία (η άλλη ήταν ο «Πυρετός» του Νίκου Οικονόμου). Επιστρέφοντας στην Αμερική ισχυρίσθηκε ότι έχασε στο ταξίδι τους αυθεντικούς διαλόγους των ταινιών κι έτσι …έγραψε άλλους (δικούς της) με τους οποίους ντούμπλαρε την ταινία, πρόσθεσε και κάποιες έξτρα σκηνές (τσόντες!) και παρουσίασε στο αμερικανικό κοινό δύο ολοκληρωτικά άλλες ταινίες! Οι σκηνές που πρόσθεσε ήταν … ερωτικού περιεχομένου, στο πνεύμα των διαλόγων της Γουίσμαν κι έτσι οι «τσόντες» ήταν αυτές που «κυρίευσαν» τις υπόλοιπες σκηνές και καθόρισαν το τελικό «καλλιτεχνικό» αποτέλεσμα …




Υ.Γ. Για τη συγγραφή της αναλυτικής φιλμογραφίας ανέτρεξα της τίτλους των ίδιων των ταινιών και τις ξαναείδα σχεδόν όλες (πλην των ταινιών «Πικρή ζωή», «Εξωτικές βιταμίνες» και «Αγάπη και θύελλα», που δεν μπόρεσα να τις βρω όσο κι αν έψαξα). Από βοηθήματα, συμβουλεύτηκα την καλύτερη φιλμογραφία του ελληνικού κινηματογράφου, το «ΛΕΞΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ από το 1914 μέχρι το 2000» του Δημήτρη Κολιοδήμου (2001- Εκδόσεις Γένους), τις κατά καιρούς φιλμογραφίες του Στάθη Βαλούκου και το site της ταινιοθήκης της Ελλάδος (www.tainiothiki.gr).


ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ


«… Πώς τα κάνουν τα λεφτά; Έρχονται από την επαρχία, το Λέιτριμ, κοκκινομάλληδες υπάλληλοι, για να πλένουν τ’ άδεια ποτήρια και να κατεβάζουν τα υπολέιμματα των ποτών στο υπόγειο. Και ύστερα, ξαφνικά, τους βλέπεις πλούσιους σαν τον Άνταμ Φίνλαντερ ή τον Ντάν Τάλλον. Κι όλα αυτά μέσα σε οξύ ανταγωνισμό. Γενική δίψα. Ένα καλό αίνιγμα, πώς να διασχίσεις το Δουβλίνο χωρίς να συναντήσεις μπαρ. Δεν είναι δυνατόν να πλουτίζουν έντιμα. Μάλλον από τους μπεκρήδες. Σερβίρουν τρία ποτά, πληρώνονται πέντε. Τι είναι αυτό; Ένα σελλίνι από εδώ, ένα από εκεί, σταγόνα-σταγόνα. Ίσως από τις παραγγελίες χονδρικής πώλησης. Κάνοντας κομπίνες με τους παραγγελιοδόχους. Στρογγύλεψε τους λογαριασμούς προς τα πάνω και θα τα μοιραστούμε. Εντάξει; …»

[Μία από τις σκέψεις του κ. Λεοπόδλου Μλπουμ, κατά τη διάρκεια μιας μέρας. ΟΔΥΣΣΕΑΣ, σελίδα 85, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ (δέκατη όγδοη έκδοση)].




ΜΕΡΟΣ IV

ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ

Ελεήστε τον ποιητή με λέξεις.
Το σώμα μου βουλιάζει ολοένα μες στον ύπνο του
η μνήμη μου βουλιάζει ολοένα μες στο καλοκαίρι της
και το άδειο στόμα μου αιωρείται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα
σαν ισορροπιστής πάνω στο τεντωμένο σκοινί.

Ελεήστε τον ποιητή με λέξεις.


ΕΡΩΤΑΣ

Ψηλά ήταν αραιά τα δέντρα κατεβαίνοντας,
η λαγκαδιά στενή και το αμμοχάλικο κίτρινο,
μα εκεί λίγο πιο πέρα χαμηλά η θάλασσα δροσερή
σα μάνα που στοχάζεται λόγια παράξενα γι’ αυτόν που λείπει.

Έτσι περίπου.
Και το τοπίο αυτό αλλάζει κάποτε
στενεύει σκύβει ή και φοβάται σ’ ώρα βροχερή ή απλώνεται
βράδια ζεστά με το φεγγάρι και μπορείς να το μετρήσεις αν
θελήσεις.

Μα έτσι καθώς το μεσημέρι βγήκες από τα νερά
κι επρόφερες τις λέξεις «βάθυνα» κι «εσύ» μαζί με κάποιες
άλλες που δεν άκουσα
κι έσυρες και καθάρισες αργά το πρόσωπο με την παλάμη,
η θάλασσα, έτσι όπως ξάφνου λύνεται μια κόμη, λύθηκε
κι ανεβαίνοντας μεμιάς τα σκέπασε όλα
κι όταν κινήθηκα στο μαύρο και την αναμάλλιασα δεν ηύρα
τίποτα
τα δέντρα, το λαγκάδι, το αμμοχάλικο είχανε χαθεί ανεξήγητα
κι εκείνο που ’χε μείνει μόνο μες στα δάχτυλά μου και τα μάτια μου
ήταν το πρόσωπό σου.


Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου 2010

Φώτης Μπατσίλας


[Υ.Γ. Τις περισσότερες απ' τις φωτογραφίες του Kαψάσκη που χρησιμοποίησα τις πήρα από την ομάδα και τη σελίδα του στο facebook.]