Η φυλακή μας ξέρει και την ξέρουμε. Έτσι είπες, Φαρέα. Και ψυχή βαθειά, μετά. Και μετά χορός. Και τον έπεισες, τον Άρη, κι ετοιμάστηκε ο Άρης, που μόλις βγήκε από τη φυλακή που τον ήξερε και την ήξερε, από την φυλακή που δεν άντεχε όμως, που δεν άντεχε πια, ετοιμάστηκε, Φαρέα, να τραβήξει αντί το δρόμο του, τον δρόμο της, εκείνης, της φυλακής, της Λόλας. Και τότε, την ώρα του χορού, της ιεροτελεστίας, της απόφασης και της ετοιμασίας, της βουβής θλίψης την ώρα, που κι εκείνη το ’νιωθε κι ας χόρευε ανάμεσά σας, κι ας κοιτούσε το πάτωμα, κι ας κοιτούσε τα βήματα τα δικά της κι αυτά που θα τον οδηγούσαν στην φυλακή, αυτή την ώρα, Φαρέα, εκτυλίχθηκε η σκηνή που μόνο εσύ την είδες, που μόνο εσύ την κατάλαβες, η σκηνή που δεν την σκηνοθέτησε ο Δημόπουλος, δεν την έγραψε ο Ηλίας Λυμπερόπουλος, δεν την έντυσε με μουσική ο Ξαρχάκος, δεν την έπαιξε ο Κούρκουλος με την Καρέζη, ούτε την είδαν κι οι άλλοι ηθοποιοί, ο Παπαγιαννόπουλος, ο Ζερβός, ο Καλογήρου, ο Βογιατζής κι ο Διανέλλος ή οι άλλοι, οι πιο άσημοι, ο Δοξαράς, ο Έξαρχος, ο Μπισλάνης κι η Ζωγράφου, η σκηνή που μόνο ο Φέρμας, εσύ, Φαρέα, είχες την τύχη να τη νιώσεις, η σκηνή που υπάρχει σε κάθε ταινία αλλά πολλοί λίγοι την βλέπουν, αυτή η σκηνή στην οποία οι ήρωες αυτονομούνται, ξεφεύγουν απ’ τις διδαχές του σκηνοθέτη, τις ατάκες του σεναρίου και την ερμηνεία των ηθοποιών, εν προκειμένω η σκηνή της ενοχής, η σκηνή που ο Άρης σήκωσε το βλέμμα, έστρεψε το θλιμμένο του πρόσωπο προς τη Λόλα και την κοίταξε κατάματα και της είπε, το άκουσες Φαρέα, της είπε ή καλύτερα της ψέλλισε, με θλίψη, με παράπονο, με κλάμα βουβό, ότι για κείνη, μόνο για κείνη θα ξαναγύριζε στη φυλακή, στην απομόνωση, στους δεσμοφύλακες και στο μπουντρούμι, μόνο για κείνη που λέει ότι έκλαψε, που λέει ότι ράγισε, που ο Στέλιος την απήγαγε, την περιόρισε, την απείλησε, τη χτύπησε και τη βασάνισε, λέει, που έζησε μια ζωή θλιμμένη και έφτασε στο σημείο να κοιτάει το πάτωμα, τα βήματα, λέει, που πολλά μπορεί να υπέστη που τα λέει ή που δεν τα λέει, αλλά που ό,τι κι αν λέει ή δε λέει, ό,τι κι αν ένιωσε ή δεν ένιωσε, όσο κι αν πόνεσε, όσο κι αν θρήνησε, δεν πήγε, Φαρέα, ποτέ δεν πήγε, έστω μία φορά, για λίγο, για λίγες στιγμές, να τον δει, να την δει, πίσω απ’ τα κάγκελα, να του χαμογελάσει, να νομίζει ότι τον περιμένει, κι ας είναι με τον Στέλιο ή κάποιον άλλο, δεν έχει σημασία, να έχει έναν λόγο να περιμένει την αποφυλάκιση, να την αντέξει έτσι τη φυλακή, που μας ξέρει και την ξέρει κι ο Άρης, Φαρέα, που για κείνη ξαναπάει, και ξέρει που πάει αλλά θέλει να ξέρει ή να νομίζει ότι ξέρει, αυτό αποζητάει η ματιά του, ότι αυτή τη φορά θα πάει να τον δει, αυτή τη φορά η φυλακή θα είναι το τίμημα της αγάπης κι όχι απλώς ένας τρόπος να φύγει ένα εμπόδιο από τα πόδια του Στέλιου, αλλιώς είναι καλύτερα να βγει στο παραθύρι και να τραγουδήσει «μου σκότωσαν τον π’ αγαπώ», είναι καλύτερα, έτσι είπε, Φαρέα, εσύ την είδες τη σκηνή, αυτήν που δεν γυρίστηκε, που δεν την είδαν όλοι, αλλά που υπάρχει...
Στην υγειά της παρεας που κρυωνει αποψε.....
ΑπάντησηΔιαγραφή