ΠΡΕΜΙΕΡΑ
Όνειρα χρόνων λαμβάνουν χώρα
Νιώθω πως τώρα έφτασ’ η ώρα
Έτοιμος είμαι να σας τα πω
Μ’ έναν μονάχα ενδοιασμό.
Πώς να βγω στη σκηνή
Τι να παίξω για σας
Που είστε, πλέον, τραγούδια χορτάτοι ;
Στην πρεμιέρα μου αυτή
Τρέμω, ο φουκαράς!
Μα νομίζω κι αυτό είναι κάτι…
Ήταν διακοπές Χριστουγέννων 1989, παραμονές 1990. Καλά καταλάβατε, ήμουν μαθητής, στην τελευταία τάξη του Λυκείου. Πανελλήνιες (ή Πανελλαδικές). Ήμουν άρρωστος, άσχημο κρύωμα, αλλά δεν γινόταν να μην βγω. Στη ντίσκο … ωραίες στιγμές! Όλοι φορούσαν τα καλά τους, η ντίσκο ήταν η εκκλησία της νιότης μας! Δεν θυμάμαι τι φορούσα, θυμάμαι όμως τι φορούσε εκείνη … Δεν έχει σημασία. Ήμουν όρθιος στην πίστα, με την αντροπαρέα, αγρίμια σκέτα, γεμάτοι ορμόνες κι επιθυμίες σχετικές, σα να λικνιζόμαστε, σα να ψιλοχορεύαμε, ο καθείς τον στόχο του κι εγώ εκείνη και την αρρώστια μου, μπας και περάσει από δίπλα, μπας και πει κα ’να «χρόνια πολλά», ίσως –τι ευτυχία! – και κα ’να χαμόγελο. Κι ο πυρετός ν’ ανεβαίνει κι εγώ να πέφτω, να ’μαι στον καναπέ, εξουθενωμένος απ’ την αρρώστια και την προσμονή, το ουίσκι – μπαλαντάινς – μ’ έπιασε, ο νέος χρόνος μπήκε, τα μάτια βαριά, να ’σου κι ένα τραγούδι των αδερφών Κατσιμίχα, Μια βραδυά στο λούκι, τι λούκι, Θε μου!, δεν θέλει πολύ το μυαλό να συντονιστεί με την ψυχή, να περάσει στην σφαίρα του ονείρου, να δει αυτό που θα μπορούσε, αυτό που θα έπρεπε και, στην ουσία, αυτό που θα ήθελε, μια σκηνή, μια μπάντα, ντραμς, μπάσο, πλήκτρα, πνευστά κι εγώ με μια κιθάρα, ακουστική, κι ένα φουλάρι στο λαιμό και μια φλόγα στα μάτια και στα δάχτυλα, κι ένα πάθος και μια μαγκιά στη φωνή, και το κοινό θερμό και, κυρίως, πολύ, κι ένα τραγούδι, δικό μου τραγούδι να ανοίγει τη νύχτα, κι εκείνη με τα μάτια καρφωμένα πάνω μου. Κι ως δια μαγείας, ωσάν θαύμα, οι στίχοι ήρθαν αβίαστα, εύκολα, πολύ εύκολα, λες και είχαν γραφτεί από καιρό κι ο πυρετός, ορμητικό ποτάμι, τους έφερε ξανά στο νου, ποιο νου, σχεδόν στα χείλη. Πετάχτηκα, κάθιδρος, δεν είχα περιθώρια, έπρεπε, έτρεξα στο μπαρ, ένα στυλό, έστω κόκκινο, χαρτί είχα απ’ τα Καρέλια, και τους έγραψα και δεν τους ξαναπείραξα, ποτέ και για κανέναν λόγο, κι έζησαν έως και σήμερα, ως τους έγραψα παραπάνω … Και μετά, πέρασαν οι μέρες κι οι διακοπές κι ήρθαν τα Φώτα (πάντα Φώτα είχαμ’ εμείς, ποτέ Θεοφάνεια), κι ανάρρωσα πλήρως και ξανάπιασα το όργανο, την κιθάρα, την κλασική, την aria, κι έγραψα πάλι εύκολα τη μελωδία και δεν χρειάστηκα καν πεντάγραμμο, ήταν απλή κι εύκολη κι αξέχαστη (ως τα τώρα) και θύμιζε σαφώς το Blowin’ in the wind του παμμέγιστου (ειδικά τότε) Dylan, αλλά δεν ήταν κλοπή, όχι δεν ήταν. Κι ύστερα, μόλις το άκουσαν οι φίλοι μου, ο Αντρέας, ο Κόστι, ο Σάκης, Ο Φώτης, ο Ψηλός, ο Γιάννης, και τα κορίτσια, τους άρεσε, έτσι είπαν κι έτσι έδειξαν, κι άρχισα να το παίζω δημόσια πια, κι άνοιγα τις νύχτες (πάντα νύχτες ανοίγαμ’ εμείς, κι ας ήταν 3 το μεσημέρι) και το ’μαθαν πολλοί και το τραγουδούσαν κι ίσως, να το ’μαθε κι εκείνη και να το τραγούδησε και να της άρεσε, κι ίσως, ποιος ξέρει, ίσως και να σκέφτηκε λίγο, αλλά σίγουρα το άκουσε και με είδε να το παίζω και να το τραγουδώ, και με φουλάρι και χωρίς …
[Τους στίχους τους δημοσίευσα για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2003 στο www.kithara.vu μαζί με τις συγχορδίες, όπου και παραμένουν έως και σήμερα. Οι θύμισες της σημερινής μέρας μου επέβαλαν την αναδημοσίευση και το παραπάνω λογύδριο.]
Αθήνα, 6 Ιανουαρίου 2010
(Των Φώτων ή, κατά Γεώργιον Μαργαρίτην, των Φωτών).
Πρεμιερα και Αλλοδαπουλα..... τραγουδια που μειναν και θα τα θυμομαστε μια ζωη.Να σαι καλα Φωτη για τις καλες στιγμες που μας χαρισες και για ολα τα ωραια τραγουδια που μας εμαθες να ακουμε και να τραγουδαμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦωτης. Οαλλος Φωτης της παρεας.
Να το ξανακούσουμε φέτος...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜην τολμήσεις να ανέβεις χωριό χωρίς κιθάρα!!!
Ο ψηλός, κατά Φώτη Υψηλότατος...
Φώτη, χρόνια πολλά
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοτέ πια Φώτα με πυρετό!
(και σήμερα πιάνονται νομίζω)
...την κιθάρα, Φώτη, και το ντοσιέ: "στίχοι σε Καρέλι "μπ"ακέτο"
ΑπάντησηΔιαγραφήΤάκης (ό άλλος όχι ο ψηλός)