Ήρθε η ώρα, λοιπόν, που η φράση «είναι φοβερό» δεν αποτελεί κορώνα αλλά χαρακτηρίζει κυριολεκτικά την πραγματικότητα. Αναφέρομαι στον πανταχού παρόντα φόβο, που τον διακρίνεις, δίχως να χρειάζεται να έχεις ιδιαίτερες ικανότητες, όπου στρέψεις το βλέμμα σου, την προσοχή σου, το ενδιαφέρον σου. Είναι σα να βλέπεις τον Φόβο, την ταινία του Κώστα Μανουσάκη, αυτού του «περίεργου» και «δύσθυμου», καθώς λένε, σκηνοθέτη που γύρισε μόλις 3 ταινίες και, λίγο μετά τα 30 του χρόνια, εγκατέλειψε οριστικά τον κινηματογράφο, αν και μπορούσε κι ίσως ήθελε (και, πάντως, θέλαμε) να κάνει κι άλλες ταινίες. Τον Φόβο, λοιπόν, την τρίτη και τελευταία του ταινία, μετά τον Έρωτα στους Αμμόλοφους (1958, με την Βουγιουκλάκη) και την Προδοσία (1964, με τον Π. Φυσσούν), τον Φόβο, την ταινία για τον Φόβο, αυτόν που φωλιάζει στις ψυχές των ανθρώπων της Επαρχίας και που δεν «βγαίνει» ποτέ, που όλοι τον βλέπουν, μα δεν τον μαρτυρούν, και που κι αν τον μαρτυρήσουν, τίποτα δεν «βγαίνει», όσο η Επαρχία είναι Επαρχία, τον φόβο τον κυρίαρχο, τον φόβο το δυνάστη.
Λες και βλέπεις αυτήν την ταινία είναι όταν όλοι αναρρωτιούνται «τι θα γίνει αν» (αν με απολύσουν, αν δε με πληρώσουν, αν χάσω τις αποταμιεύσεις μου, αν δω αγαπημένα πρόσωπα να δυστυχούν, αν ζητηθούν και άλλα μέτρα, αν ο κόσμος δεν έχει χρήματα ούτε για τα αναγκαία, αν επέλθουν οι συνέπειες της ανέχειας, της ανέχειας της άδικης, δηλαδή η οργή, ο θυμός, η αύξηση της εγκληματικότητας και τ’ άλλα τα δεινά, αν, αν, αν …). Ναι, σα να βλέπεις την ταινία, τον Φόβο, όπου όλοι φοβούνται, απ’ την αρχή ως το τέλος. Η κωφάλαλη υπηρέτρια, η Έλλη Φωτίου, φοβάται τον Θεό, αλλά και τον άνθρωπο: τον Θεό για αδιευκρίνιστους λόγους και τον άνθρωπο, τον γιό του Αφέντη, τον Ανέστη Βλάχο (σε μια απ’ τις καλύτερες στιγμές του) για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Και πράγματι, οι φόβοι της επιβεβαιώνονται: ο παρθένος νέος, που δεν έχει δει ποτέ του γυμνή γυναίκα (που να την δει, άλλωστε;) την βιάζει κι ακολούθως, σε στιγμή παροξυσμού, την σκοτώνει. Έκτοτε, ο φόβος τον κυριεύει κι εξαπλώνεται και στους γύρω του. Ο πατέρας του (ο Αλέξης Δαμιανός σε μια απ’ τις ελάχιστες κινηματογραφικές εμφανίσεις του ως ηθοποιός), αν και αδιάφορος σύζυγος και πατέρας, φοβάται την αποκάλυψη, το σκάνδαλο, τη ντροπή. Το ίδιο και η δεύτερη γυναίκα του πατέρα του, η Μαίρη Χρονοπούλου, που δεν είναι μάνα του, αλλά τον καταλαβαίνει, τον ξεσκεπάζει και τον προδίδει στον άντρα της, τον Αφέντη, για να αναλάβει εκείνος. Αναλαμβάνει, λοιπόν, ο πατέρας και τον σέρνει στο χωράφι όπου του επιβάλει την, κατ’ αυτόν, επίγεια τιμωρία, τον ξυλοδαρμό. Σε μια σκηνή που ο φόβος μετατίθεται στον θεατή, ο πατέρας ξυλοκοπά αγρίως τον παραβάτη γιο (κυριολεκτώ με το «αγρίως») κι ο γιος την υφίσταται σαν κάτι το μοιραίο, το αναγκαίο. Η ετεροθαλής αδερφή του (Έλενα Ναθαναήλ) τον καταλαβαίνει επίσης και τον προκαλεί. Είναι η μόνη, ίσως, που δεν φοβάται. Είναι ερωτευμένη με τον Σπύρο Φωκά, τί να φοβηθεί; Στο τέλος όμως όλα αποκαλύπτονται: την ώρα που ο Ανέστης Βλάχος χορεύει εξουθενωμένος κι εκτός εαυτού στον γάμο της αδερφής του, κείνη την ώρα που λες και προσπαθεί να εξαγνισθεί κι επιδιώκει την «τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» δια της ορχήσεως, ένας σκούρος όγκος αναδύεται απ’ τα νερά της λίμνης, σαν ερινύα, σαν θεία δίκη, όχι για κείνον μόνο, για όλους, διότι υπέθαλψαν τον εγκληματία αλλά, φεύ!, και το ίδιο το έγκλημα, ένας όγκος – το σώμα του εγκλήματος, όγκος που «διογκώνει» στιγμιαία τον φόβο και δίδει την (έστω προσωρινή) λύση στο δράμα …
Η ταινία γυρίστηκε και προβλήθηκε το 1966 κι ήταν μια παραγωγή της εταιρείας Θ. Δαμασκηνός – Δ. Μιχαηλίδης. Η διεύθυνση φωτογραφίας ήταν του Νίκου Γαρδέλη, η μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, το μοντάζ του Γιώργου Τσαούλη, το ντεκόρ του Πέτρου Καπουράλη, η γενική διεύθυνση παραγωγής του Βίωνα Παπαμιχάλη. Παίζουν ακόμη (εκτός απ’ όσους αναφέρθηκαν ήδη) οι Θόδωρος Κατσαδράμης, Γ. Σήφης και Κ. Γιαννατάς. Ο Κώστας Μανουσάκης, ως προελέχθη, σκηνοθέτησε την ταινία κι έγραψε και το σενάριο…
Τον Φόβο που κι εγώ βιώνω και διακρίνω καθημερινά, αυτόν που παρήγαγε η ασυδοσία, η κλοπή, η αμετροέπεια, η έπαρση, το πλιάτσικο κι όλα τα συμπαρομαρτούντα και, φυσικά, ο Κωνσταντίνος, ο Ανδρέας, ο άλλος Κωνσταντίνος, ο Κώστας, ο Κωστάκης, ο Γιωργάκης και οι συν αυτοίς, σκηνοθετεί το Δ.Ν.Τ. κι η Ευρωπαϊκή Ένωση …
Αθήνα, 19 Μαΐου 2010
Φώτης Μπατσίλας
ΜΗ ΦΟΒΟΥ.........ΠΑΝΤΑ Η ΣΠΙΘΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΑΦΗΝΕΙ ΠΙΣΩ ΤΕΤΟΙΑ ΤΕΧΝΗΤΑ ΔΙΛΛΗΜΑΤΑ.....
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΙ ΑΥΤΟ http://www.youtube.com/watch?v=WlBiLNN1NhQ&feature=related
ΠΑΝΤΑ!!!!!
Η.Β
Ο Φόβος (Αγγλ. Phobos) είναι ο μεγαλύτερος από τους δύο δορυφόρους του πλανήτη Άρη (ο άλλος είναι ο Δείμος). Ο Φόβος, που έλαβε το όνομά του από την ελληνική μυθολογία και συγκεκριμένα από τη δέκατη πέμπτη ραψωδία της Ιλιάδας, περιφέρεται εγγύτερα στον πλανήτη του από κάθε άλλο φυσικό δορυφόρο στο Ηλιακό Σύστημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήαγαπητε ανωνυμε -απο πανω!!! - περιμενω κι αλλα διαφωτιστικα για τους πλανητοφοβους μας......
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ.Β
ταινιαρα........θαμμενη κατω απο τη σαβουρα της εποχης της
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετά την "Ευδοκία" του Δαμιανού ο "Φόβος" του Μανουσάκη είναι η 2η καλύτερη νεοελληνική ταινία
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ, ανώνυμε, για την Ευδοκία... Τον Φόβο τον κατατάσσω λίγο παρακάτω, πάντως μες στις 10 καλύτερες όλων των εποχών (και ειδών). Καλή Χρονιά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι ταινίες"Ευδοκία" του Δαμιανού,ο "Φόβος" του Μανουσάκη και ο"Δράκος" του Κούνδουρου είναι οι 3 καλύτερες ελληνικές ταινίες.asteri1963@yahoo.gr
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Ταινία ο "Φόβος" του Κώστα Μανουσάκη είναι ένα άριστο ψυχολογικό δράμα.asteri1963@yahoo.gr
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκπληκτικότατη ταινία, δεν την γνώριζα και πρώτη φορά την είδα πριν λίγες ημέρες, στις 8 Αυγούστου, στην ΕΤ3. Πραγματικά δεν έχω λόγια, είναι αριστούργημα. Ο ήχος των σταχυών στο σταροχώραφο όταν τα φυσάει ο αέρας, οι ήχοι της λίμνης, τα πανέμορφα τοπία της Θεσσαλικής υπαίθρου, τόσο όμορφα και γαλήνια, το σπίτι… που τέτοια σήμερα είτε δεν υπάρχουν πια είτε τα γκρεμίζει σιγά σιγά ο χρόνος, η εγκατάλειψη, η αδιαφορία και η ασέβεια. Είδαμε και εμείς οι νεώτεροι, που δεν προλάβαμε σχεδόν τίποτα αφού γεννηθήκαμε στο ηλιοβασίλεμα του παλιού κόσμου, πως ήταν αυτά τα σπίτια, μέσα οι χώροι τους, τα ζώα το άχυρο, τα εργαλεία… Οι ήχοι αυτής της ταινίας, σε πολλές στιγμές, και τα τοπία με συγκίνησαν, ήταν σαν να ταξίδεψα στα παλιά τα χρόνια που δεν τα έζησα αλλά περιέργως τα αναπολώ. Ο Ανέστης Βλάχος ίσως στην πιο μεγάλη του στιγμή ως ηθοποιός, η τελευταία μάλιστα σκηνή, όπου χορεύει, χαράχθηκε στην μνήμη μου. Και το διαμάντι αυτό του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου, δεν το ξέρει σχεδόν κανείς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑποστόλης
Η Ταινία δεν είναι γυρισμένη στην Θεσσαλία, είναι γυρισμένη στην Κωπαΐδα και αναγνωρίζω σημεία από τα γύρω χωριά της Βοιωτίας (Μαυρομμάτι κλπ) και οι περισσότερες σκηνές είναι από τις αποθήκες του ομωνύμου οργανισμού.
Διαγραφή