Ήταν στα 1952, στο λιμάνι του Πειραιά, στην Τρούμπα, τη συνοικία που πήρε τ’ όνομά της απ’ την τρόμπα, την αντλία νερού δηλαδή, που τοποθέτησε σε κάποιο πηγάδι κάποιος (Τούρκος) αγάς. Κι ήταν σ’ ένα μαγαζί της Τρούμπας, σ’ ένα κλασικό μπαρ - καταγώγιο της περιοχής: υπόγειο, με στενή είσοδο, δυο-τρία σκαλιά ευθεία προς τα κάτω, μετά πλατύσκαλο, στροφή αριστερά, κι ύστερα άλλα πέντ’-έξι σκαλιά, δεξιά ο μπουφές, μπροστά και γύρω-γύρω τραπέζια, όπου κάθονταν τα κορίτσια και, τέλος, απέναντι από τον μπουφέ, η ορχήστρα, ένα πιάνο στον τοίχο δηλαδή, μπροστά το κάθισμα του πιανίστα κι εκατέρωθεν δυο-τρία καθίσματα για τα υπόλοιπα όργανα, έγχορδα και πνευστά (και λίγα κρουστά). Δεν είχε καμαρίνια, ούτε για τους μουσικούς ούτε για τα κορίτσια. Αυτά ετοιμάζονταν, ξεκουράζονταν και κοιμούνταν στο ξενοδοχείο που βρισκόταν πάνω απ’ το μπαρ, σε κάτι δωμάτια φτηνά, μ’ ένα κρεββάτι, ένα κομοδίνο, μια μικρή ντουλάπα και μια λάμπα. Το μπαρ ανήκε στον Θανάση Τζενεράλη, ο οποίος στεκόταν συνήθως στην αριστερή πλευρά του μπαρ, μεταξύ της σκάλας εισόδου και του μπουφέ. Φορούσε κοστούμι και γραβάτα κι έδειχνε σεβάσμιος και αυστηρός. Έδινε εντολές (συνήθως δια του βλέμματος) στον μπουφετζή, τον Γιώργο Βλαχόπουλο, ο οποίος, στωικός κι αινιγματικός, τις εκτελούσε πάραυτα μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα. Σερβιτόρος ήταν ο Γιώργος Τζιφός, δουλικός και φορτικός μαζί, παιδί του λαού, ολίγον μπουνταλάς, που στις δύσκολες ώρες εκτελούσε και υπηρεσίες ασφάλειας καταστήματος (κατά πάσα πιθανότητα, αυτός θα είχε επιφορτισθεί και με τα καθήκοντα του «αυτοφωράκια» όταν η Αστυνομία έπρεπε να παρουσιάσει έργο ή όταν το αφεντικό δεν τηρούσε επ’ ακριβώς τα συμφωνηθέντα).
Σ’ αυτό το μαγαζί «εργαζόταν», μεταξύ άλλων κοριτσιών, η Ελένη Χατζηαργύρη, η Αγνή του Λιμανιού, καθώς την ονόμασε ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας, ο σπουδαίος Γιώργος Τζαβέλλας, μαζί με τη φίλη της, την Άννα Κυριακού. Σ’ αυτό το μαγαζί διαδραματίστηκε το δράμα που παρουσιάζει η ταινία, το παραστράτημα του Αλέκου Αλεξανδράκη, του τίμιου και ηθικού θετού γιού του Γιώργου Γληνού και γνήσιου τέκνου της Ελένης (Νίτσας) Ζαφειρίου, που αν και είχε βάλει ως σκοπό της ζωής του να γίνει καπετάνιος και να ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο (σαν τον Γληνό που τον πίστευε για γνήσιο πατέρα του και ο οποίος μόλις είχε ξεμπαρκάρει οριστικά), εν τούτοις παρασύρθηκε από το πάθος του για την Αγνή και παρά τις παραινέσεις του «άτακτου» παιδικού φίλου του, του Νίκου Ρίζου, αφού ξόδεψε χρόνο και χρήμα, δικό του και ξένο, στις «υπηρεσίες» του μαγαζιού, κατέληξε στη φυλακή. Έτσι η Αγνή, η πραγματική κόρη του Γληνού, πήρε την εκδίκησή της και από τον πατέρα της και απ’ αυτόν που πήρε τη θέση της στην καρδιά και στην οικογενειακή εστία του πατρός της. Δεν υπολόγισε όμως σωστά διότι ερωτεύθηκε το θύμα της κι έτσι το πιο πάνω μαγαζί, αυτό το τυπικό μπαρ της Τρούμπας, από θυσιαστήριο μετετράπη στον τόπο όπου γεννήθηκε και φούντωσε ο έρως των δύο νέων. Φυσικά, στο τέλος η αγάπη για άλλη μια φορά έδωσε τη λύση αφού, καθώς το λένε (και καλώς το λένε), όλα τα υπομένει, όλα τα κυριεύει κι όλα τα κερδίζει. Οι δύο ερωτευμένοι νέοι αποφάσισαν να παντρευτούν και να ζήσουν με γαλήνη κοντά στους (κοινούς πια) γονείς τους. Τα παλιά ξεχάστηκαν… Δεν ξέρω, βέβαια, πόσο εύκολο είναι να ξεχαστούν εκείνες οι νύχτες στο καμπαρέ που το φως έπεφτε, τα συναισθήματα εντείνονταν κι οι μεθυσμένοι ναύτες (όπως ο έκρυθμος κι απαιτητικός νεαρός Γιώργος Μούτσιος) κοίταζαν τα κορίτσια στα μάτια και έδιναν χίλιες υποσχέσεις, κι εκείνα ήταν έτοιμα να τους πιστέψουν λιγάκι για να γίνουν όλα αληθινά, όπως τους προέτρεπε η μελωδία του «Χάρτινο το Φεγγαράκι» που έπαιζε η ορχήστρα.
Η ταινία δεν είναι απ’ τις καλύτερες του Τζαβέλλα και δεν ξεφεύγει και πολύ από ένα τυπικό μελόδραμα. Θα ήταν ίσως κι ανάξια λόγου εάν τον ρόλο του πιανίστα του προπεριγραφέντος «κακόφημου» μπαρ της Τρούμπας, του dancing cabaret «Hawai», δεν τον έπαιζε ένας νεαρός ονόματι, κατά τους τίτλους της ταινίας, Μάνος Χατζηδάκις! Ο Χατζιδάκις, λοιπόν, φρέσκος και γλυκύτατος, παίζει πιάνο και διευθύνει την ορχήστρα. Πάντα έτοιμος, μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, «σκεπάζει» με νότες την ένταση που δημιουργούν οι φωνές του αφεντικού ή των απαιτητικών πελατών. Κι όταν ο χορός σταματάει, μια κοπέλα σηκώνεται, με το τσιγάρο στο χέρι, πλησιάζει στο πιάνο κι εκείνος τη συνοδεύει στο τραγούδι: «Είναι καημός το τραγούδι μου αυτό. Μέσα στα όνειρα σ’ αναζητώ. Είσαι εσύ που τόσο καιρό άδικα να ’ρθεις θα καρτερώ. Είσαι εσύ που βράδυ πρωί σε περιμένω στη ζωή…». Η συγκίνηση είναι διάχυτη. Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, βλέπετε, μπορεί να προκαλέσει συγκίνηση στους πάντες, μηδέ των θαμώνων των «κακόφημων» μπαρ της Τρούμπας εξαιρουμένων …
Αθήνα, 19 Ιουλίου 2010
Φώτης Μπατσίλας
Υ.Γ. Στις φωτογραφίες, κατά σειρα: 1. Ο Μάνος Χατζιδάκις, 2. Η Ελένη Χατζηαργύρη, 3. Ο Γιώργος Τζαβέλλας, 4. Ο τίτλος της ταινίας (από την κόπια της ταινίας). Δεν θυμάμαι τα sites απ' τα οποία τις κατέβασα, ώστε να ΄τα μνημονεύσω. Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη. Να σημειώσω επίσης ότι η τανία ήταν μια παραγωγή της "Φίνος Φιλμ" κι ότι, εκτός απ' τους μνημονευόμενους στο άνω κείμενο ηθοποιούς, έπαιζαν και οι: Σμαράγδα Βεάκη, Λάκης Σκέλλας, Μαίρη Πορτοκάλλη, Γιάννης Ιωαννίδης, Λιάκος Χριστογιαννόπουλος, Γιώργος Πλουτής, Κώστας Καρανάσος, Αλέκος Παύλου, Κώστας Γκουζγκούνης (σε 1η εμφάνιση) κ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου