Όλα κι όλα δυο παιδιά αξιώθηκε ν’ αποκτήσει η κυρία Ευανθία κι, όπως είναι φυσικό, σ’ αυτά αφιέρωσε όλη τη ζωή της. Τα μεγάλωσε με χίλιες δυο προσπάθειες και χίλιες δυο στερήσεις, κι όταν ο Θεός της πήρε τον άντρα της, στάθηκε γι’ αυτά και μάνα και πατέρας. Ο Λάμπης κι ο Λίνος, λοιπόν, οι δυο γιοί της κυρίας Ευανθίας, δυο χρόνια διαφορά μεταξύ τους, μεγάλωσαν με όλη την αγάπη που τους πρόσφερε η μάνα τους, έγιναν όμως δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Συνετός, γλυκός, εργατικός κι ευθυνόφοβος ο Λάμπης, ήταν πάντοτε σε όλα του «τύπος και υπογραμμός», με αίσθηση ατομικής και κοινωνικής ευθύνης, προσπαθούσε πάντοτε να είναι δίκαιος και να μην προκαλεί, κρατώντας τις όποιες ιδιαίτερες προτιμήσεις ή παρεκκλίσεις του για τον ίδιο, εντός της αυστηρώς προσωπικής του σφαίρας. Ο Λίνος, αντιθέτως, ο μικρότερος, δεν έμοιασε σε τίποτα τον Λάμπη. Επιπόλαιος, απότομος, φυγόπονος κι ανεύθυνος, ασυνεπής σε όλα του, δίχως την παραμικρή κοινωνική αίσθηση, ιδιοτελής και εγωιστής μέχρι κεραίας, δεν τον ενοχλούσε η αδικία (αρκεί να μην γινόταν σε βάρος του), προκαλούσε δε τους πάντες με κάθε ευκαιρία και αρεσκόταν να επιδεικνύεται σε όλους και να κομπάζει για τα πάντα, είτε το άξιζε είτε όχι.
Τα μεγάλωσε, λοιπόν, η κυρία Ευανθία τα παιδιά της όσο καλύτερα μπορούσε, κι αυτά, έξυπνα και τα δυο, δικαίωσαν τις προσπάθειές της, κατόρθωσαν και μπήκαν στο πανεπιστήμιο, σπούδασαν νομικά και να ’τα σήμερα με δικό τους γραφείο στο κέντρο της Αθήνας, συστεγαζόμενοι δικηγόροι, με ασκουμένη σαν τα κρύα τα νερά, να χαίρουν αμφότεροι κοινωνικής αποδοχής και προσωπικής αναγνώρισης από τις σερβιτόρες των καφέ του Κολωνακίου (ο Λίνος).
Η διαφορετικότητα των χαρακτήρων τους, βέβαια, δεν άφησε ανεπηρέαστη την άσκηση του επαγγέλματός τους. Τυπικότατος, ως είπαμε, ο Λάμπης ερχόταν συχνότατα σε αντιπαράθεση με τον Λίνο σε θέματα διαχείρισης του γραφείου τους, από το «πότε θα πληρώσουμε το νοίκι, την ασκούμενη και τους λογαριασμούς» μέχρι του «δεν έχουμε χαρτί στο φωτοτυπικό». Ο Λίνος όλα αυτά τα θεωρούσε «λεπτομέρειες». Το πιο σημαντικό για ’κείνον ήταν να έχει «το πορτοφόλι γεμάτο», έστω και με λεφτά δανεικά έστω ακόμα-ακόμα και με ξένα λεφτά. Ας έτρεχαν οι υποχρεώσεις, ας ήταν υπερήμεροι σε όλες, σημασία είχε να έχει εκείνος λεφτά, για όλα τα υπόλοιπα «έχει ο Θεός». «-Ποιός Θεός, βρε Λίνο, σύνελθε», διαμαρτυρόταν ο Λάμπης, αλλά ο Λίνος δεν έδινε σημασία και απαντούσε καταφρονητικά και «με νόημα»: «-Δεν ξέρεις εσύ…!».
Στα πλαίσια της παραπάνω επαγγελματικής συνύπαρξης και συνεργασίας τους τα δύο αδέρφια, της κυρίας Ευανθίας οι λατρεμένοι γιοί, καλούσαν κάθε Μάρτιο τον κύριο Θόδωρο το λογιστή, γείτονα στο πατρικό τους, που τους ήξερε από μωρά παιδιά και τους βοηθούσε να φτιάξουν τη φορολογική τους δήλωση. Μοίραζαν τα έξοδα, έβγαζαν φωτοτυπίες στα κοινά παραστατικά και μετά αναλάμβανε δράση ο κυρ-Θόδωρος. Το αποτέλεσμα ήταν κάθε χρόνο πάνω-κάτω το ίδιο και για τους δυο: 35-40.000 ευρώ ακαθάριστα έσοδα για τον καθένα, 20-25.000 ευρώ τα καθαρά (και φορολογητέα). Μάλιστα, κάθε φορά που λογιστής τους ανακοίνωνε το αποτέλεσμα δεν έλλειπαν και από τους δυο εκδηλώσεις δηλωτικές του χαρακτήρα τους, που τον περιγράψαμε πιο πάνω: «-Δηλαδή θα πληρώσω κιόλας;», έλεγε δύσθυμα ο Λίνος, «-Πάλι καλά, κάτι βγήκε», έλεγε με ανακούφιση ο Λάμπης.
Έτσι περνούσε ο καιρός και τα χρόνια, με μικροτσακωμούς και πολλές διαφωνίες και διαφορές, τις οποίες γεφύρωνε κάθε φορά το «κοινό αίμα» και, κυρίως, η αμέριστη αγάπη της κυρίας Ευανθίας, ώσπου ήρθε ο Ιούνιος του 2010 κι η Εφορία απέστειλε τα εκκαθαριστικά σημειώματα στα δύο αδέρφια (ενώ η Χώρα, μην το ξεχνάμε, βυθιζόταν σε μία συνεχώς επιδεινούμενη οικονομική κρίση). Ήταν πρωί, στο γραφείο έφτασε πρώτος, ως συνήθως, ο Λάμπης κι εντελώς τυχαία, αντί ν’ ανοίξει τον δικό του φάκελλο, άνοιξε εκείνον του Λίνου. Η έκπληξή του υπήρξε τεράστια όταν διαπίστωσε ότι ο Λίνος είχε επιστροφή φόρου περίπου 3.000 ευρώ (σχεδόν ολόκληρη την παρακράτηση που του είχε γίνει), ενώ ο κυρ-Θόδωρος, ο λογιστής, τους είχε πει ότι θα πλήρωναν 2.000 € επιπλέον ο καθένας (!), πράγμα που δεν άργησε να πειβεβαιώσει όταν άνοιξε τον δικό του φάκελλο. Όπως είναι φυσικό, ταράχθηκε και, όταν ο Λίνος ήρθε στο γραφείο, τον πίεσε να του πει τι ακριβώς συνέβαινε κι είχε τόσο μεγάλη επιστροφή, ενώ ο ίδιος πλήρωνε (5.000 € η διαφορά μεταξύ τους!). Και τότε, με μεγαλύτερη έκπληξη, άκουσε τον Λίνο να του λέει: «-Είσαι μεγάλο κορόιδο, πολύ μεγάλο! Θα σε έλεγα βλάκα, αλλά είσ’ αδερφός μου. Δεν καταλαβαίνεις; Είναι απλό. Ένα λαθάκι στην πρόσθεση των εξόδων και των εσόδων και είναι πολύ εύκολο τα μεν έσοδα να μειωθούν στο μισό, τα δε έξοδα να διπλασιαστούν! Τί φόρο, λοιπόν, να πληρώσω, μαλάκα, όταν κάθε χρόνο εμφανίζω σχεδόν ζημίες;».
Μαλάκας, λοιπόν, ο Λάμπης, ο τυπικότατος και συνεπής φορολογούμενος Λάμπης, έξυπνος ο Λίνος, ο φοροφυγάς και φοροκλέπτης, το λαμόγιο ο Λίνος. Να, λοιπόν, σκέφτηκε ο Λάμπης, πόθεν τα κοστούμια και τα ταξίδια και οι κραιπάλες για τον Λάμπη, να! Αλλά δεν τον ένοιαξε πολύ, είχε ήσυχη τη συνείδησή του. Ο Λίνος έπαιζε με τη φωτιά και κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα θα καιγόταν. Ο ίδιος δεν είχε να φοβάται τίποτα. Μπορεί να μην είχε φράγκο στην τσέπη αλλά, όλα κι όλα, είχε την ικανοποίηση του σωστού και τίμιου πολίτη. Προσπάθησε, βέβαια, να σκεφτεί και να προτείνει κάτι στον Λίνο, μήπως έκανε καμμιά συμπληρωματική δήλωση, μήπως πλήρωνε έστω και τώρα κάτι, αλλά ο Λίνος όχι μόνο δεν το συζητούσε αλλά … αγρίευε κιόλας: «-Δεν έχω να κάνω τίποτα. Αν έρθουν για έλεγχο, το πολύ-πολύ να πάρουν κανένα χαρτζιλικάκι, και πολύ τους είναι», έλεγε. Έτσι, λούφαξε κι ο Λάμπης κι απώθησε το πρόβλημα του αδερφού του που, στο τέλος-τέλος, τί να έδινε στην Εφορία που τα τελευταία 10-15 χρόνια, όσο ασκούσαν το επάγγελμα, είχε κλέψει σε φόρους πάνω από 100.000 €, ένα ολόκληρο διαμέρισμα!
Κι ο καιρός πέρασε κι ήρθε το τρέχον φθινόπωρο. Η κρίση στη Χώρα εντάθηκε κι ο δύστηνος Υπουργός των Οικονομικών, στα πλαίσια της λαϊκής εντολής που έλαβε η Κυβέρνηση, απεφάσισε και δήλωσε ότι «το μέχρι σήμερα φαύλο φορολογικό καθεστώς πρέπει να εκλείψει πάραυτα» και η «φορολογική δικαιοσύνη πρέπει να αποκατασταθεί». Τρόμαξε ο κακομοίρης ο Λάμπης για την κακή τύχη που περίμενε τον αδερφό του διότι «τούτοι ’δω φαίνονται αποφασισμένοι, δεν είναι σαν τους άλλους», είπε στον Λίνο και «θα πάρουν μέτρα, θα σας κόψουν τον κώλο εσάς τα …» («λαμόγια», ήθελε να πει, αλλά δεν το είπε), αλλά ο Λίνος ψύχραιμος κι ατάραχος επανέλαβε το γνωστό «-Μη φοβάσαι, έχει ο Θεός».
Κι όντως, ο πολυεύσπλαχνος Θεός που δεν αφήνει ούτε καν τα πετεινά του ουρανού αβοήθητα, πόσω μάλλον τους κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν πλασθέντας, έδωσε την φώτιση στην Κυβέρνηση και τον αδέκαστο Υπουργό των Οικονομικών κι έτσι απεφασίσθη «δια τελευταίαν φοράν» η περαίωση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων! Ήρθαν, λοιπόν, τα χαρτιά στα δύο αδέρφια, 700 ευρώ να πληρώσει ο Λίνος (που κάθε χρόνο έκανε αυτοπεραίωση, μια και δεν είχε να χάσει τίποτα), 7.000 € να πληρώσει ο Λάμπης (που, ατυχώς, δεν έκανε αυτοπεραίωση μια και, όπως έλεγε, ήταν σωστός και δεν υπήρχε κανέναν λόγος να χάνει έστω και 100 ευρώ τον χρόνο απ' την αυτοπεραίωση). Πρώτος-πρώτος πλήρωσε το ποσό της περαίωσης ο Λίνος και, μάλιστα, υπεραμύνθηκε της φορολογικής διατάξεως με το επιχείρημα «ας είναι άδικη η διάταξη, ας μας πάρει κάτι κι αυτό το έρμο το Κράτος, έστω άδικα, μην γκρινιάζουμε συνέχεια, πρέπει κι εμείς να βοηθήσουμε», βασανίστηκε πολύ ο Λάμπης, «να πληρώσω, να μην πληρώσω, και που θα τα βρω, κι αν έρθουν, κι αν βρουν καμμιά υπόθεση που δεν έκοψα απόδειξη σωστή, κι εκείνες οι μουτζούρες στο βιβλίο, κι οι αποδείξεις του ενοικίου που έχασα, και, και, και …», αλλά δεν πλήρωσε στο τέλος διότι δεν είχε, δε μπόρεσε να δανειστεί. Κι έτσι, κι εδώ διαφορετικά τα δυο αδέρφια, τα παιδιά της κυρίας Ευανθίας, έμπλεως χαράς κι ικανοποίησης που συμμετείχε στην προσπάθεια της Χώρας, και προπάντων φορολογικά «καθαρός» ο Λίνος, φορολογικά «ανοιχτός» και μες στο άγχος ο Λάμπης (που, για άλλη μια φορά, τα ’ριξε στον εαυτό του και αυτο-κατηγορήθηκε για ’κείνο το ταξίδι στο Εξωτερικό, για ’κείνη τη μοναδική φορά, που ξόδεψε κάτι παραπάνω και εξ αιτίας της «επιπολαιότητάς» του αυτής, δεν μπόρεσε τώρα να πληρώσει την «περαίωση», να έχει «το κεφάλι ψηλά», σαν τον Λίνο.
Κι η κυρία Ευανθία, που φυσικά δεν πήρε μυρωδιά απ’ ό,τι συνέβη (και συμβαίνει) στα παιδιά της, πίνει ήσυχη τον καφέ της με τις γειτόνισσες κι είναι περήφανη για τα πολυαγαπημένα τέκνα της. «-Γέννησα δυο πολύ καλά παιδιά», λέει, «- Ο μεγάλος μου, ο Λάμπης, είναι παιδί-μάλαμα, γλυκός, καλός, καλότατος, μόνο που δυσκολεύεται λίγο με τα λεφτά, το χρυσό μου …». Παίρνει βαθειά ανάσα και συνεχίζει: «-Αλλά εκείνος ο Λίνος, ο μικρός, τί να πω; Άρχοντας! Πάντα άνετος, με το πορτοφόλι γεμάτο. Ένα θα πω: πετυχημένος!!!».
Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 2010
Φώτης Μπατσίλας
Υ.Γ. Οι φωτογραφίες είναι από την ταινία του Ορέστη Λάσκου «Ο γαμπρός μου ο δικηγόρος» (1962), με τον Σταυρίδη, τον Πάντζα, την Καλατζοπούλου, την Ασημακοπούλου, τον Δούκα κ.λπ. Ο δικηγόρος της ταινίας θυμίζει λίγο στον χαρακτήρα τον ένα γιο της κυρίας Ευανθίας (ξέρετε ποιον …).
ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ"ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ" ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ .Η.Β
ΑπάντησηΔιαγραφή