Ένα βράδυ στο μπαρ «Fisherman» του Σαν Φραντσίσκο όλα μπορούν να συμβούν: θ’ ακούσεις υπέροχη τζαζ από μαύρους καλλιτέχνες, θα δεις όμορφες γυναίκες μόνες, θα πλησιάσεις μία απ’ αυτές, την πιο όμορφη, θα της μιλήσεις και θα σου δώσει εύκολα το τηλέφωνό της, όλα, αρκεί να έχεις διάθεση και χρήματα, κι εσύ έχεις και απ’ τα δυο, Φρανκ Μπίγκελοου, έχεις διάθεση που στην κάνει καλύτερη η υπέροχη μουσική του Ντιμίτρι Τιόμκιν, αυτή που «γεμίζει» τα κενά της «ζωντανής» τζαζ, κι ακόμη καλύτερη (πόσο πια;!) η σκέψη ότι η γκρινιάρα η Πάολα, αυτή που πρόκειται να παντρευτείς (ναι, το ξέρεις, κι ας μην το παραδέχεσαι), βρίσκεται μακριά, στην επαρχία, κι όχι άλλες σκοτούρες γι’ απόψε, ούτε έγνοιες, ούτε μαύρες σκέψεις, μόνο «μαύρη» μουσική που κάμπτει τις αντιστάσεις και χαλαρώνει και τα ήθη και τις σχετικές αναστολές. Διότι είχες κουραστεί, Φρανκ Μπιγκελόου, όλο το προηγούμενο διάστημα, με την Πάολα συνεχώς στα πόδια σου και τη σκέψη ότι αυτή η γυναίκα «πρέπει» να είναι η μοναδική πλέον στη ζωή σου, δεν έχει άλλη, αυτή θα είναι η ζωή σου. Κι έφυγες, έφυγες μακριά, στο Σαν Φραντσίσκο, να μείνεις λίγο μόνος, να ξενοιάσεις, να διασκεδάσεις, κι ό,τι κάτσει, αρκεί να κάτσει, να πάρεις την τελική απόφαση, να το πάρεις απόφαση δηλαδή, μαχόμενος κι όχι σεμνά και ταπεινά. Και κατέληξες στο μπαρ «Fusherman», λίγο κακόφημο, λίγο ύποπτο, αλλά ποιος δίνει σημασία αφού έχει όμορφες γυναίκες, και δεν έδωσες σημασία όταν άφησες το ποτό σου για να πλησιάσεις μια όμορφη γυναίκα, ναι, την πιο όμορφη, κι όταν το ξανάπιασες δεν έδωσες πάλι ιδιαίτερη σημασία όταν σκέφτηκες «σα να μην είναι το δικό σου ποτό». Και την άλλη μέρα το πρωί, μετά τις κραιπάλες και τα «ποιος ξέρει τι έκανες», ένας περίεργος κι ανυπόφορος πονοκέφαλος, να μην περνάει, να μην ξέρεις τι είναι. Κι αργότερα στην κλινική, στην αρχή δεν έχεις τίποτα και μετά «κάτι σοβαρό», πολύ σοβαρό δηλαδή, ένα φωσφορικό δηλητήριο χωρίς αντίδοτο και ο γιατρός να λέει «μια μέρα, μια βδομάδα, δυο βδομάδες» κι εσύ να φωνάζεις, να ουρλιάζεις «μου λέτε ότι είμαι νεκρός!» κι γιατρός το βιολί του «θα συμβεί αναπάντεχα».
Κι ύστερα, αυτό το «αναπάντεχα» ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο Ρούντολφ Ματέ, αυτός που σκηνοθέτησε καμμιά 30αριά ταινίες στο Χόλυγουντ, απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 40 έως τις αρχές της δεκαετίας του 60, από δράματα έως φιλμ-νουάρ και γουέστερν, και που το 1962 ήρθε και στην Ελλάδα και σκηνοθέτησε μια ταινία με τη Βουγιουκλάκη, το «Αλίκη» (Aliki my love), στην οποία συνέπραξε -μάλλον ατυχώς -κι ο Χατζιδάκις, αυτός ο σκηνοθέτης λοιπόν αυτό το «αναπάντεχα» δε μας το ’δωσε τόσο καλά, αλλά αναλώθηκε σε μία ακατάσχετη «δράση» σ’ ένα κυνηγητό του δολοφόνου σου, Φρανκ Μπιγκελόου, σ’ έβαλε να πιάνεις το νήμα από κάποιον παλιό πελάτη σου, τον Φίλιπς, κι ένα συμβόλαιο για την πώληση Ιριδίου στο οποίο συνέπραξες, ώσπου έφτασες τελικά στην άκρη, πρόλαβες κι έμαθες και ποιος και γιατί σε δολοφόνησε. Κι απ’ όλο αυτό το ταξίδι, Φρανκ Μπιγκελόου, το κυνηγητό («κυνηγώντας το δολοφόνο μου» είναι ο ελληνικός τίτλος της ταινίας) που εσύ δεν θα το ’κανες, που εσύ αλλιώς θα περνούσες τις τελευταίες ώρες της ζωής σου έως ότου ερχόταν αυτό το «αναπάντεχο» τέλος, διότι ο ηθοποιός που σε υποδύθηκε ήταν ο Edmond O’ Brien, που προσπαθούσε λίγο να μοιάσει και στον Μπόγκαρτ και, συνεπώς, πιο πολύ θα ενδιαφερόσουν για την κακούργα χήρα Φίλιπς (που την έπαιζε η πανέμορφη Lynn Baggett) ή για την εξωτική Μαρία Ρακούμπιαν (που την έπαιζε η Laurette Luez) ή, έστω, για την «πηγή της δυστυχίας σου», την Πάολα (Pamela Britton), που ίσως επειδή της φέρθηκες ανήθικα έπαθες ό,τι έπαθες, γι' αυτές θα ενδιαφερόσουν περισσότερο παρά για το δολοφόνο σου και την τιμωρία του, απ' όλο αυτό το ταξίδι, λέω, αυτό που σου ’μεινε είναι μια πικρία, ένα «γιατί;», μια απορία για το ότι σ' εσένα έλαχε να ζήσεις ως ζωντανός –νεκρός, τόσο που, όταν εξέπνευσες μπροστά στον αστυνόμο στον οποίο πήγες για να καταγγείλεις μια δολοφονία, τη δική σου δολοφονία, εκείνος αποφάσισε να μπει η σφραγίδα «D.O.A.», Dead on Arrival δηλαδή, λες κι επρόκειτο για τίποτα το πρωτότυπο, λες και δεν έχουμε όλοι «πάνω μας» αυτήν τη σφραγίδα από γεννήσεώς μας, λες και δεν το ξέρουμε, λες και δεν το ήξερες, Φρανκ Μπιγκελόου, αυτό που το ανώφελο κυνήγι του δολοφόνου σου δε σ’ άφησε να σκεφτείς, δε σ’ άφησε να καταλάβεις, κι έτσι άφησες την τελευταία σου πνοή σ’ ένα αστυνομικό τμήμα αντί στην αγκαλιά μιας όμορφης γυναίκας, απ’ αυτές που πολύ πόθησες, απ’ αυτές που πολύ αγάπησες, απ’ αυτές για τις οποίες «τιμωρήθηκες», αυτές για τις οποίες πέθανες, Φρανκ Μπιγκελόου.
Αθήνα, 10 Νοεμβρίου 2010
Φώτης Μπατσίλας
Υ.Γ. Όλες οι φωτογραφίες είναι από την ταινία. Τις πήρα όλες από τη wikipedia (νομίζω). Κατά σειρά: η Lynn Baggett, η Pamela Britton και η Laurette Luez με τον Edmond O’Brien. Επίσης, αφίσα από την ταινία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου