Καλή Χρονιά και Καλή Αρχή, με αυτοκριτική και Ποιήματα.
Πρώτα η αυτοκριτική: ο πρώτος πολίτης της Χώρας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας, έδειξε το δρόμο. Την πρώτη ημέρα της νέας χρονιάς, διάλεξε να μας υποδείξει με τον ομολογουμένως λεπτό του τρόπο, αλλά και το λιτό και σύννουν ύφος του ότι όλοι μας πρέπει να προβούμε στην αυτοκριτική μας για όλα όσα κατά το παρελθόν πράξαμε, τα οποία, κατά το μάλλον ή ήττον, έφεραν τη Χώρα στο χάλι που την σήμερον όλοι βιώνουμε. Αν και κάπως κεκαλυμμένα και υπαινικτικά (όπως άλλωστε ταιριάζει σ’ έναν ανώτατο άρχοντα), πλην σαφέστατα για τους έχοντες «ώτα ακούειν» και με υπερχειλή αυτοκριτική διάθεση, ο Πρόεδρος εδήλωσε, εν ολίγοις, ότι «οι φοροφυγάδες πρέπει να τιμωρούνται»! Φυσικά, δεν ήταν τόσο δύσκολο να καταλάβουμε τον υπαινιγμό για την παλιά εκείνη ιστορία (και αμαρτία, λένε κάποιοι) του «κωλόσπιτου» της Εκάλης, τότε που ο Αντρέας Παπανδρέου εκλήθη να δικαιολογήσει το «πόθεν έσχες» των χρημάτων της αγοράς του και υπέδειξε (και) τον νυν Πρόεδρο ως δανειστή του. Ο χρόνος, βέβαια, δεν ήταν ανύποπτος, παρατήρησαν κάποιοι, και ομίλησαν περί συνέργειας σε φοροδιαφυγή, αλλά εγώ τα αντιπαρέρχομαι αυτά και δηλώνω ρητώς ότι όσοι τα ισχυρίζονται είναι απλώς κακοήθεις (για να περιοριστώ σε ευπρεπή χαρακτηρισμό και να μην τους προσάψω κάτι έτι επικριτέστερον). Ίσως, βέβαια, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Πρόεδρος προέβη στην ανωτέρω δήλωση, για να μην αφήσει καμμία σκιά πίσω του και για να δείξει ότι η σκληρή αυτοκριτική είναι καθήκον όλων, μηδέ του ιδίου εξαιρουμένου (μεγαλειώδες, τω όντι, αν και θα μπορούσε να Του συγχωρηθεί και κάποια σκιά, αφού τόσο η στενή φιλία του με τον μεγάλο σοσιαλιστή ηγέτη, όσο και, εν γένει, η εδραίωση του σοσιαλισμού στη Χώρα, δεν μπορεί παρά να είναι τουλάχιστον ευγενή κίνητρα). Η σημασία της άνω δηλώσεως, μάλιστα, υπό το ύφος και τις περιστάσεις που διετυπώθη είναι τέτοια που, προς στιγμήν, δημιούργησε το φόβο ότι ο Πρόεδρος θα παρασυρόταν από ποτάμι της αυτοκριτικής που τον κατέκλυζε και θα έθετε εαυτόν στη διάθεση της Δικαιοσύνης ώστε να εξετασθεί και εξευρεθεί το μέτρον και ο βαθμός της ευθύνης του, ή/και (φευ!) θα έκανε ακόμη-ακόμη και κάποια νύξη για … παραίτηση! Ευτυχώς όμως (ηρεμήστε!), κάτι τέτοιο δεν συνέβη διότι ο Πρόεδρος, εγκρατής και σύννους όπως πάντα, αντιλήφθηκε προφανώς το άσκοπον μιας τέτοιας ενέργειας, για μια πράξη ούτως ή άλλως παραγεγραμμένη, κι έτσι δεν έδωσε τροφή στους άθλιους επικριτές του να τον κατηγορήσουν για ψευτολεονταρισμούς και επικοινωνιακά παιχνίδια. Η μεγαλειώδης αυτή πράξη του, να κάνει την αυτοκριτική του για μία ασήμαντη «παλιοϊστορία», και δη με παρρησία και αβίαστα, πρέπει να μας παραδειγματίσει όλους. Είθε όλοι μας να βαδίσουμε εφέτος τον δρόμο που χάραξε ένας αληθώς γενναίος και περήφανος Πρόεδρος! Εμπρός!
Και μετά την «αυτοκριτική», τρία ποιήματα από τ’ αγαπημένα μου, τριών σπουδαίων ποιητών. Κατά χρονολογική σειρά, πρώτα, το «Τετάρτη» του Γιώργου Χρονά (από τη συλλογή «Αρνητικά Ειδώλων, Βιβλίο Ι», 1973 – αντιγράφω απ’ τη δίγλωσση έκδοση του 1999 «99 ποιήματα», Οδός Πανός), μετά, το πρώτο ποίημα της ποιητικής συλλογής «Τίγρεις» (Ερατώ, 2007) του αγαπημένου μου Σωτήρη Κακίση, που ξεκινάει μ’ αυτή τη λέξη και θα μπορούσε ίσως έτσι να λέγεται, και, τέλος, το «Νύχτα του ασπασμού» του Γιώργου Μαρκόπουλου (από την τελευταία του συλλογή με τίτλο «Κρυφός Κυνηγός» - Κέδρος 2010, 2η έκδοση), ένα ποίημα αφιερωμένο από τον ποιητή σ’ έναν άλλο σπουδαίο ποιητή, τον Γιάννη Βαρβέρη. Απολαύστε τα!
Ι
ΤΕΤΑΡΤΗΤην πρώτη φορά αγαπηθήκαμε
Σε έρημους δρόμους
Πάνω από ένα σκεπασμένο ποτάμι
Βρώμικο
Σε ακατανόητους χωματόλοφους
Των οδών Καισαρείας, Περιστάσεως, Κοζάνης
Και των λοιπών.
Την πρώτη φορά αγαπηθήκαμε
Σε άδειους δρόμους
Πάνω από την παλίρροια των επιθυμιών μας
Σε γωνίες σκοτεινές
Πίσω από τρίκυκλα
Πίσω από φορτηγά
Σχολικά λεωφορεία
Και μπουλντόζες.
Ήταν Τετάρτη.
ΙΙ
τίγρεις σαν της ψυχής μου τις ραβδώσεις δεν έχω δει, δεν έχω να δείξω. τίγρεις σαν των χεριών μου τα νύχια δεν έχω ποτέ σκεφτεί, τις σκέφτομαι πάντα πιό ήμερες, πάντα πιό εξημερωμένες. γιατί οι τίγρεις πιό μέσα από τα μάτια τους είναι ακόμα πιό ακίνδυνες, ακόμα πιό τρυφερές. κι εγώ ούτε με τα λιοντάρια δεν κάνω, ούτε και χωρίς. γιατί τίγρεις και λιοντάρια μαζί έναν ελέφαντα γλυκό σαν κι εμένα τον φοβούνται, απέξω δεν με πλησιάζουν. έρχονται από μέσα μου να με φάνε, σαν ραβδώσεις, σαν λέξεις, σαν χαίτες τρελές πάνω στις σκέψεις μου!
ΙΙΙ
Νύχτα του ασπασμού
Στον Γιάννη Βαρβέρη
Αλλά κάπως έτσι λοιπόν όλα τελειώνουν, πατέρα.
Σε κοιτάζω με τα βλέφαρά σου κλειστά, την ανάσα κομμένη
και δεν μπορώ πια να δακρύσω,
γιατί μια ζωή δεν έκανα άλλο
από το να σε πενθώ, κρυφά να σε πενθώ.
Πήγαινες να φέρεις ένα χαρτάκι
κι έτσι πως έστρεφες την πλάτη
σε φανταζόμουν σε αποχώρηση,
χαρούμενος ήσουν και εγώ στα μάτια σου έβλεπα
ένα φως πόλεως – να μ’ αποχαιρετά – μακρινής,
σε βόλτα έλειπες, και εγώ στο σπίτι σαν έφτανα μόνος,
την παντοτινή, την παντοτινή ζούσα την απουσία σου.
Ω νύχτα δύσκολη.
Θύμησες, που κουρνιάσατε στα πράγματα κιόλας,
πιάτα, φλιτζάνια, ποτήρια
που άθικτα και ταιριασμένα όπως σας αγοράζαμε
στην ντουλάπα το πρωί θα σας βρω,
φωτογραφίες σε εκδρομές, παλιές,
προορισμένες για πάντα καλά να φυλάτε
μια τόσο χαρωπή απουσία,
ρούχα, παλτό, σακάκια, κασκόλ, ομπρέλες
μιας μόδας άχρηστης, πικρής,
που εν τούτοις αποκτήθηκαν κάποτε με αίμα,
γραβάτες, θηλιές χρόνων ταπεινά στολισμένων,
κομοδίνα και καρέκλες στο πατάρι,
πτυσσόμενες αχρησιμοποίητες,
που κατά βάθος ήξερα, ήξερα πολύ καλά τι σας θέλουμε.
Ω νύχτα δύσκολη,
και ω πατέρα, πιστολιά που από παιδί σε περίμενα
και ύστερα από πενήντα τέσσερα ολόκληρα έπεσες,
ύστερα από πενήντα τέσσερα ολόκληρα έπεσες χρόνια.
Υ.Γ. Το «Νύχτα του ασπασμού» το αφιερώνω με τη σειρά μου στο Θανάση, για την πρόσφατη δικιά του νύχτα ασπασμού και το «Τίγρεις» στην Κατερίνα που παραμένει ελεύθερη σαν τίγρις. Όσο για το «Τετάρτη»... μια γλυκειά ανάμνηση μιας πρόσφατης Τετάρτης.
Αθήνα, 3 Ιανουαρίου 2011
Φώτης Μπατσίλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου