Έρχονται στιγμές που οι μνήμες, οι παιδικές οι μνήμες ιδίως, σε κατακλύζουν αδυσώπητα. Πρόσωπα, τοπία κι αντικείμενα, ολόκληρες περίοδοι και μεμονομένα περιστατικά, καταλαμβάνουν τη σκέψη σου, διεισδύουν στην καθημερινότητά σου, σε δυναστεύουν και σε λυτρώνουν ταυτόχρονα, αναβιώνουν γλυκειές στιγμές, μα και ξεθάβουν ενοχές. Έτσι συμβαίνει με τα βιώματα, άλλωστε. Κάτι πρέπει να κάνεις όμως μ’ όλα αυτά, κάπως πρέπει να τα διαχειριστείς, όλα αυτά που τα ’χεις ζωντανά μπροστά σου, που σε κάνουν να τα σκέφτεσαι, λες και ήταν χθες. Ο πιο ενδεδειγμένος, ίσως, τρόπος είναι να τα αφηγηθείς, να τα ξαναζωντανέψεις, να τους δώσεις ίσως και μια άλλη διάσταση, ακόμα-ακόμα να τα δεις αλλιώς, λες και δεν έγιναν έτσι, λες και δεν έγιναν τότε. Κι έτσι, επανακαθορίζοντάς τα, μπορεί και να σου δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ξεμπέρδεψες πια μ’ αυτά, πάμε γι’ άλλα, για φρέσκα, αν και το ξέρεις ότι πάντοτε μπροστά σου θα ’ναι, με την πρώτη αφορμή θα ξεπετάγονται και θα σου μιλούν, θα θέλουν και πάλι το χρόνο τους, αυτά που σε καθόρισαν, που σε σμίλεψαν, που σ' έφτιαξαν αυτό που είσαι σήμερα…
Κάτι τέτοιο, πιστεύω, «έπαθε» ο Δημήτρης ο Παπαθέου και, σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς κι ο ίδιος να έχει καταλάβει τι ακριβώς έκανε, άρχιζε να απλώνει στο χαρτί τις μνήμες του, τις παιδικές πρώτα, κι ύστερα τις κατοπινές, από την πόλη όπου γεννήθηκε και ζει, την Ιερά Πόλη του Μεσολογγίου. Κι αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, αυτής της συγγραφής με τη μέθοδο της αυτόματης γραφής ήταν ένα υπέροχο βιβλιαράκι με παιδικές μνήμες του συγγραφέα από τον Τόπο του (αλά «Αμαρκορντ» του Φελίνι), ο «Ντόρος», που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις «Αιγαίον» (του Βάσου Πτωχόπουλλου) στη σειρά «Μικρά Κείμενα». Η γραφή του Δημήτρη Παπαθέου είναι, όπως προείπα, αυτόματη, όχι όμως και πρόχειρη, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές μοιάζει και είναι παραληρηματική. Γλαφυρή αφήγηση, ενδιαφέροντα και (φορές) αστεία περιστατικά, μα πάνω απ’ όλα ένα σφίξιμο στο στομάχι για τα χρόνια που έφυγαν και μαζί μ’ αυτά έφυγαν και τα νειάτα… Τα χωρία που ακολουθούν, χαρακτηριστικά του όλου ύφους του βιβλίου, είναι, νομίζω, αποκαλυπτικά:
Ο Κώστας λοιπόν ο «Μαρκεζίνης», όταν τελείωνε τα βράδια κατά τις έντεκα από τη δουλειά του, πήγαινε στο σπίτι του κοντά στο Πολυτεχνείο ακολουθώντας τη Χαριλάου Τρικούπη και μετά το Πετροπουλέϊκο, που ήταν το τέλος της Χαριλάου, ένα από τα πανέμορφα αρχοντικά -και ευτυχώς εξακολουθεί να ’ναι χάρη στη Φήμια και τον άντρα της, στην άκρη τότε του επίσημου δρόμου μας, σαν φύλακας σηματοδότης της θάλασσας, ο φίλος μας έστριβε δεξιά προς το Πολυτεχνείο, έπαιρνε πολύ γρήγορα, κάποιες φορές τρέχοντας, το δρόμο με τη σιδηροδρομική γραμμή και τους ευκαλύπτους για το σπίτι του που απείχε περί τα πεντακόσια μέτρα μακριά από το τελευταίο αυτό πολιτισμικό σημάδι.
Τον Μαρκεζίνη λοιπόν αποφάσισαν να σκιάξουν μια παρέα μεγαλύτερων και όχι παιδιών πια, που αν δεν πέφτω έξω όλοι την κοπάνησαν από τούτο τον κόσμο, πρέπει να ’ταν ο Νίκος ο Ρήγας -μέγα πειραχτήρι, αστείρευτο χιούμορ και ταυτόχρονα λαμπαδιάρης της ιστορίας του τόπου, ο Άρης ο Γριβόπουλος -της γειτονιάς απόλυτος γνώστης, ο Γιαννάκης ο Σωτηρίου, που φιλοξένησε στοΜεσολόγγι όποιον διάσημο ήρθε στην Ελλάδα, και άλλοι, που δεν θυμάμαι πια.
Έφτιαξαν λοιπόν μια κολοκύθα σε σχήμα νεκροκεφαλής, έβαλαν μέσα ένα γλομπάκι με μια μπαταρία -για την εποχή ήταν κατόρθωμα και ακριβό στην κατασκευή του, την ονόμασαν «Μακάριο» και μια βραδιά που διάλεξαν με σκοτάδι άκοφτο και αέρα φοβιστικό, την έστησαν από τις δέκα και κάτι πάνω σ’ έναν ευκάλυπτο, περιμένοντας να τους ειδοποιήσει ο τσιλιαδόρος που είχαν στη γωνία του Πετρόπουλου, ώστε όταν πλησίαζε ο Μαρκεζίνης ν’ άναβαν το Μακάριο και να χεζόταν στα βρακιά του ο μαυρο-Κώστας.
Έλα όμως που ’λαχε δουλειά στο Βαζούρα εκείνο το βράδυ και ξεροστάλιασαν να τον περιμένουν μέχρι δύο σχεδόν το πρωί, όταν ο τσιλιαδόρος επιτέλους σφύριξε.
Όμως ο Κώστας, όπως δεν το ’ξεραν οι μάγκες που την έστησαν, όταν έφτανε στου Πετρόπουλου, έσκυβε και γέμιζε τις τσέπες του πέτρες και άρχιζε το τραγούδι, άλλοτε σφυριχτά και άλλοτεμεγαλόφωνα, για να ακούει τη φωνή του και να μη φοβάται και με όση αξιοπρέπεια στράτευε, τράβαγε το δρόμο του.
Έτσι, όταν έφτασε κάτω από το δέντρο κι άναψαν το Μακάριο, ο Κώστας δεν άργησε να πετροβολήσει με όλες τις πέτρες και όλη τη δύναμή του το Μακάριο και μαζί μ’ αυτόν όλους τους μάγκες, που έπεφταν σαν κοτόπουλα από το δέντρο.
Τότε, τσακισμένοι, ταλαιπωρημένοι και προπάντων στραπατσαρισμένοι από την αποτυχία της πλάκας, τον έπιασαν από τα πέτα και του ’παν:
«-Μωρέ κωλόπαιδο, γιατί άργησες;»!
Κι αυτός: «-Μυστήριο πράγμα της Παναγίας, κοτζάμ μαντράχαλοι ήρθανε να με σκιάξουνε και μου ζητάνε και το λόγο γιατί …άργησα»!
Και παρακάτω:
Το «-Σχολείο Πας;» ήταν από τις πιο διάσημες ατάκες κι αν προσπαθήσω να σας πω πόσο μαγκιά περιείχε και ταυτόχρονα φιλικότητα και σύνθημα για κόλπα, δε θα τα καταφέρω.
Καθώς ήταν στα φόρτε της αυτή η ατάκα και είχαμε πάρτι στο σπίτι μου -με αφορμή τις οίδε;- χτυπάει η πόρτα και μπαίνει απρόσκλητη η Νανά, ό,τι πιο ελεύθερο στην εποχή -το ’πα ήδη; -σε πανελλήνια κλίμακα και μαζί πειραχτήρι και καλόκαρδη και όμορφη με τον τρόπο της.
Χτυπάει η πόρτα και μένω κάγκελο, γιατί ήταν εκτός της εμβέλειας της παρέας -καθώς φημολογούνταν ότι τα είχε φτιάξει με το Νίκο που ήταν μια τάξη μεγαλύτερος και επειδή τα κορίτσια τα συνηθισμένα της παρέας δεν τη γούσταραν καθόλου αφού ήταν από την Αθήνα και με καμώματα που δεν τους κόλλαγαν- και κρατάει στα χέρια της το δίσκο «Σχολείο» των Ολύμπιανς, που κανείς μας δεν τον είχε ακούσει ακόμα, μόνο τον «Τρόπο» είχα στη δισκοθήκη, και μου σκάει μ’ εκείνο το πιο ναζιάρικο χαμόγελο-γέλιο,
«-Σχολείο πας»;
Η συνέχεια έγραψε αλησμόνητη, όπως το διαπιστώνετε. …»
Ο «Ντόρος», αφιερώνεται από τον συγγραφέα «σ’ εσάς που μείνατε εδώ, και σ’ εσάς που δε μπορέσατε να μείνετε».
Επίσης, αφιερώνεται εξαιρετικά «στα δικά μας κορίτσια, αυτά που ήταν κοντά μας πάντα και μας στήριζαν στο μεγάλωμα, καθώς αυτά ωρίμαζαν πάντα μια μέρα νωρίτερα, και που πολλές φορές ήταν ομορφότερα και εξυπνότερα από τα άλλα απ’ την Αθήνα».
Οι εκδόσεις «Αιγαίον» εδρεύουν στη Λευκωσία της Κύπρου και πρακτορεύονται στην Ελλάδα από το «Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο» της οδού Θεμιστοκλέους 37 στα Εξάρχεια (Αθήνα). Στο βιβλιοπωλείο αυτό (κυρίως) μπορείτε να βρείτε και να αγοράσετε το εξαιρετικό βιβλίο του Δημήτρη Παπαθέου.
Τέλος, να σημειωθεί ότι το εξώφυλλο του βιβλίου είναι μια φωτογραφία του Βασίλη Αρτίκου (την οποία επέλεξε ο Σωτήρης Κακίσης), ενώ στην άλλη φωτογραφία (που «τράβηξε» ο Σ. Κακίσης) εικονίζονται (από τ’ αριστερά) ο συγγραφέας, ο φωτογράφος κι η εκ των επιμελητών του βιβλίου, Ραλλού Κυριακοπούλου.
Αθήνα, 29 Ιανουαρίου 2011
Φώτης Μπατσίλας
alphatv.gr Mην αρχιζεις τη μουρμουρα - ο,τι καμμοροι, του λωλο Βουλγαρη
ΑπάντησηΔιαγραφή