Les Parapluies de Cherbourg (Οι Ομπρέλες του Χερβούργου, 1964), σε σκηνοθεσία Jacques Demy, με τους Catherine Deneuve και Nino Castelnuovo.
Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, δεν μπορώ να μην σκεφτώ αυτήν την ταινία ή, καλύτερα, την τελευταία σκηνή αυτής της ταινίας, σκηνή περίεργη, μελοδραματική, εξωπραγματική, μα πάνω απ’ όλα, σκηνή αμηχανίας, μια σκηνή που διαδραματίζεται τα Χριστούγεννα του 1963. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή:
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 άκουγα μανιωδώς τους δίσκους του Βαγγέλη Γερμανού, τα θρυλικά (πια) Μπαράκια (1981), το Ερωτικό Κούρδισμα (1982) και το Βραχυκύκλωμα (1984), δίσκοι απ’ τους καλύτερους αυτής της δεκαετίας, τους οποίους πού και πού ακούω μέχρι και σήμερα. Το Ερωτικό Κούρδισμα, ο πιο «εύκολος» δίσκος απ’ αυτούς τους τρεις περιείχε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Γερμανού, την Κρουαζιέρα, αλλά κι ένα τραγούδι, σχεδόν άγνωστο σήμερα, που όμως τα χρόνια εκείνα το έπαιζε συχνά το ραδιόφωνο κι εγώ το έπαιζα καθημερινά σχεδόν στην κιθάρα (και το τραγουδούσα σε κάθε σχολική εκδρομή για να τ’ ακούσει μια κοπέλα που αγαπούσα πολύ…). Ήταν το Μαξίμ, μια ωραία γρήγορη ρομαντική μπαλάντα από ματζόρε, που είχα τα ακόλουθα λόγια:
Σ’ αρέσουν τα Ρεμπέτικα
και πιο πολύ τα ξένα,μα τώρα δώσε προσοχή,
μικράκι μου, σε μένα.
Εγώ δεν ξέρω μουσική
τραγούδια να σου γράψω,
τις μπορώ σε μια στροφή
τη μοίρα σου ν’ αλλάξω.
Φτάνει μόνο να θυμάσαι και το φιλμ
«Οι ομπρέλες του Χερβούργου»,
στο Μαξίμ,
«Οι ομπρέλες του Χερβούργου»
στο Μαξίμ…
Στριφογυρίζεις και ρωτάς
και ψάχνεις την τροφή σου,
τα ’χεις χαλάσει, μάτια μου,
με τον προμηθευτή σου.
Κλείσ’ τα παράθυρα σφιχτά,
τις πόρτες και τα φώτα,
έλα να ναυαγήσουμε
στον καναπέ, σαν πρώτα.
Φτάνει μόνο να θυμάσαι και το φιλμ
«Οι ομπρέλες του Χερβούργου»,
στο Μαξίμ,
«Οι ομπρέλες του Χερβούργου»,
στο Μαξίμ…
Έτσι, έμαθα για την ταινία, μια ταινία όμως που κατάντησε για μένα ταινία-φάντασμα, μια που για είκοσι και πλέον χρόνια δεν μπορούσα να βρω πουθενά όσο κι αν την έψαχνα σ’ όλα τα βιντεοκλάμπ, στις λέσχες και στα προγράμματα της τηλεόρασης (αργότερα έμαθα ότι η ταινία δεν υπήρχε πουθενά λόγω του ότι είχε ξεθωριάσει το αρνητικό και αποκαταστάθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90).Όπως είναι φυσικό, όλ’ αυτά τα χρόνια, η ταινία πήρε μια σχεδόν μυθική διάσταση αφού, σε συνδυασμό και με την μουσική του Μισέλ Λεγκράν (Michel Legrand), που εν τω μεταξύ είχα ακούσει, αποτέλεσε δείκτη ρομαντικότητας, μνημείο του πρώτου μεγάλου μου έρωτα, παιδικού, μα άδολου, ανεκπλήρωτου, μα εξειδανικευμένου. Ο στίχος του τραγουδιού του Γερμανού «Φτάνει μόνο να θυμάσαι και το φιλμ – Οι Ομπρέλες του Χερβούργου, στο Μαξίμ» ταυτίστηκαν πλέον με τη φράση «Φτάνει να μ’ αγαπάς, κι όλα μπορούν να συμβούν». Έτσι, οι Ομπρέλες του Χερβούργου έγιναν το σύμβολο της πιο μεγάλης, της πιο καθαρής, της αιώνιας και παντοδύναμης αγάπης… Πάμε τώρα στην ταινία:
Πρόκειται για ένα έγχρωμο, πολύχρωμο, θα έλεγα, μιούζικαλ, την πιο «τραγουδιστή» ίσως ταινία που έχω δει, σε σκηνοθεσία και λιμπρέτο του Ζακ Ντεμύ (Jacques Demy), χωρισμένη σε τρία μέρη, ως εξής:
1ο μέρος: Η Αναχώρηση.
Νοέμβριος 1957. Ο εικοσάχρονος Γκυ (Νίνο Καστελνουόβο) εργάζεται ως υπάλληλος σ’ ένα βενζινάδικο κι η δεκαεπτάχρονη Ζενεβιέβ (Κατρίν Ντενέβ) βοηθάει την χήρα μητέρα στο κατάστημά της που πουλάει ομπρέλες και ονομάζεται «οι Ομπρέλες του Χερβούργου». Είναι νέοι, είν’ ερωτευμένοι τρελλά! Βγαίνουν το βράδυ, πηγαίνουν θέατρο και μετά για χορό. Αγαπιούνται!
Η μητέρα της μικρής δεν θέλει τον γάμο τους, αλλά πείθεται να τους βοηθήσει, αν και αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα Πηγαίνει να πουλήσει ένα κόσμημα αλλά δεν μπορεί. Τότε, εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Ρολάντ Κασσάρντ (Marc Michel), πλούσιος και καλοδιατηρημένος έμπορος διαμαντιών, ο οποίος προσφέρεται να βοηθήσει, διότι του άρεσε πολύ η Ζενεβιέβ. Η μητέρα της μικρής ενθουσιάζεται και καλοβλέπει τον γάμο της κόρης της με τον πλούσιο άντρα, τη στιγμή που ο Γκυ λαμβάνει σημείωμα κατάταξης για τον πόλεμο της Αλγερίας. Πριν αναχωρήσει, πηγαίνει σπίτι του την Ζενεβιέβ και την κάνει δική του…
2ο μέρος: Η Απουσία.
Ο Γκυ λείπει δυο μήνες και δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Η Ζενεβιέβ ανησυχεί κι είναι χλωμή. Είναι έγκυος… Η μητέρα της αναστατώνεται. Καλέι σε γεύμα τον Ρολάντ, ο οποίος ζητάει το χέρι της μικρής! Δεν ξέρουν τίποτα γι’ αυτόν. Τους διηγείται την ιστορία του: κάποτε, αγάπησε μια γυναίκα, η οποία δεν τον αγαπούσε. Τη λέγαν Λόλα (ναι, πρόκειται για την ομώνυμη ταινία του Ντεμύ!). Προσπάθησε να την ξεχάσει και ταξίδεψε για χρόνια μακριά απ’ την Γαλλία. Τώρα φεύγει πάλι, μα θα γυρίσει σε τρεις μήνες για να λάβει απάντηση…
Φεβρουάριος 1958. Η Ζενεβιέβ παίρνει γράμμα από τον Γκυ. Μάρτιος 1958. Φουσκώνει. Απόκριες κι είναι μόνη. Η μητέρα της την πιέζει να παντρευτεί τον Ρολάντ. Το σκέφτεται. Η εικόνα του Γκυ αρχίζει να ξεθωριάζει… Απρίλιος 1958. Ο Ρολάντ δηλώνει ότι την παντρεύεται και με το παιδί! Η μικρή δέχεται. Ο γάμος γίνεται.
3ο μέρος: Η Επιστροφή.
Μάρτιος 1959. Μέρα βροχερή κι ο Γκυ επιστρέφει απ’ τον πόλεμο τραυματισμένος (όπως τραυματισμένη βγήκε απ’ τον πόλεμο της Αλγερίας κι η Γαλλία…). Στο κατάστημα με τις ομπρέλες γράφει «νέος ιδιοκτήτης» και στο σπίτι του, στο σπίτι της θείας του δηλαδή, με την οποία έμενε, η κατάσταση καταθλιπτική.
Απρίλιος 1959. Ο Γκυ έχει επιστρέψει στο γραράζ, όπου δούλευε και πριν πάει στρατό, αλλά δεν είναι πια ο ίδιος: είναι οξύθυμος κι υπερβολικός. Παραιτείται, θα ζει πλέον με την μικρή του σύνταξη. Αρχίζει να πίνει. Σ’ ένα κακόφημο μπαρ του λιμανιού, τον ψωνίζει μια πόρνη. Πηγάινει μαζί της αλλά την αποκαλεί… Ζενεβιέβ!
Επιστρέφει σπίτι. Η θεία του έχει πεθάνει κι η Μαντλέν, η κοπέλα που φρόντιζε την θεία του κι ήταν ερωτευμένη κρυφά μαζί του, μαζεύει τα πράγματά της και φεύγει. Της ζητάει να μείνει μαζί του, αλλ’ αυτή αρνείται. «Έχεις αλλάξει πολύ, δεν μπορώ να σε βοηθήσω», του λέει.
Ιούνιος 1959. Ο Γκυ πουλάει το σπίτι της θείας του κι ανοίγει δικό του βενζινάδικο. Η Μαντλέν είναι μαζί του αλλά φοβάται πως αυτός σκέφτεται ακόμα την Ζενεβιέβ. Τη διαβεβαιώνει για το αντίθετο…
Δεκέμβριος 1963. Χριστούγεννα. Χιόνι πυκνό, ατμόσφαιρα γιορτινή. Ο Γκυ είναι παντρεμένος με την Μαντλέν κι έχουν έναν γιο. Τον λένε Φρανσουά, όνομα που ήθελαν να δώσουν στο παιδί τους ο Γκυ κι η Ζενεβιέβ…
Στο βενζινάδικο. Σταματάει έν’ αυτοκίνητο. Είναι μια γυναίκα κι ένα κοριτσάκι, η Φρανσουάζ. Η Ζενεβιέβ και η κόρη της… Η κόρη τους, δηλαδή, αλλά τυπικά κόρη άλλου… Αμήχανοι, πολύ αμήχανοι. Μπαίνουν στο βενζινάδικο. Το παιδί μένει στ’ αμάξι. Λόγια ανούσια, απλώς λόγια (μέσα έίναι καλύτερα απ’ ό,τι έξω…). Κι ύστερα, η ερώτηση-αγκάθι: «Θέλεις να δεις το παιδί;». «Όχι, όλα τακτοποιήθηκαν…» η απάντηση. Αμήχανος κι εγώ, ο θεατής, ο κριτής, ο αμέτοχος παρ’ όλ’ αυτά, ο μόνος που μπορεί ν’ αποφασίσει όμως… Ποια είναι, άραγε η σωστή ερώτηση; Κι αν υπάρχει σωστή ερώτηση, υπάρχει πάντα και σωστή απάντηση; Η Ζενεβιέβ φεύγει και ο Γκυ παίζει στο χιόνι με τον γιο του, που στο μεταξύ ήρθε. Ο γιος, εδώ που τα λέμε, σωστό ή λάθος, είναι το παρόν. Πάντα αυτός θα είναι το παρόν, ώσπου να μπορεί κι αυτός να αξιολογήσει το παρελθόν του, να μπει στη διαδικασία της σωστής ή της λανθασμένης ερώτησης κι απάντησης, ώσπου, κάθε Χριστούγεννα, να παλεύει με το δικό του παρελθόν, προσπαθώντας ταυτόχρονα να απολαύσει και να υπηρετήσει ένα δικό του (ή και ξένο) παρόν… Κι αν ο στίχος «φτάνει μόνο να θυμάσαι…» πάψει πλέον να σημαίνει, για μένα πάντα, τόσα πολλά, θα υπάρχει πάντα τούτο το πολύχρωμο μελόδραμα, τα λόγια κι οι εικόνες του, να μου θυμίζουν πως δεν υπάρχει παρόν χωρίς παρελθόν αλλά, φεύ, ούτε παρελθόν χωρίς παρόν…
Χρόνια Πολλά σε όλους!
Αθήνα, Χριστούγεννα 2012
Φώτης Μπατσίλας